Σύνδεση

Θεματική ενότητα

Hartmut Kaelble, Humboldt University, Βερολίνο, Γερμανία

Ο χαρακτήρας της βιομηχανικής επανάστασης υπήρξε ιδιάζων στην Ευρώπη. Η βιομηχανική επανάσταση διήρκεσε εδώ πολύ περισσότερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο. Άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης: στα Μίντλαντς της Βρετανίας, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στη Σαξονία, στη βόρεια Ιταλία. Έλαβε τέλος μόλις στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν πια είχε ολοκληρωθεί η εκβιομηχάνιση της Ευρώπης –με εξαίρεση τις βαλκανικές χώρες. Σε όλες τις άλλες περιοχές του κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ιαπωνία και πιο πρόσφατα στην Κίνα, στην Ινδία και στη Βραζιλία, η Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίστηκε ακόμα πιο ορμητική. Το γεγονός ότι η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν μια τόσο αργή διαδικασία και ταυτόχρονα ένα από τα πρώτα ιστορικά φαινόμενα που επηρέασαν ολόκληρο τον κόσμο, επέδρασε σημαντικά και στον τρόπο με τον οποίο την κατανόησαν και την αντιμετώπισαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι.

Η Βιομηχανική Επανάσταση οδήγησε σε μια βαθιά και εκτεταμένη διαίρεση της  Ευρώπης σε δύο επίπεδα: α) Στα πλούσια βιομηχανικά κράτη ή σε γεωγραφικές ζώνες, που διακρίνονταν για το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο, την καλύτερη εκπαίδευση, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα σταθερά δημοκρατικά πολιτεύματα (με τις καταστροφικές εξαιρέσεις της Γερμανίας και της Αυστρίας), το χαμηλό δείκτη μετανάστευσης και τον υψηλό δείκτη εξαγωγών κεφαλαίου και βιομηχανικών αγαθών και β) στην περιφέρεια, κυρίως αγροτική, η οποία χαρακτηρίζονταν από χαμηλό βιοτικό επίπεδο, υψηλό δείκτη θνησιμότητας και χαμηλό προσδόκιμο ζωής, εκτεταμένο αναλφαβητισμό, ανύπαρκτη σχεδόν δημόσια και κοινωνική ασφάλιση, μεταναστευτικότητα, ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση από τις πλούσιες περιοχές της Ευρώπης και, σε πολιτικό επίπεδο, τάση προς τα δεσποτικά καθεστώτα και τις δικτατορίες. Αυτό το ρήγμα, που διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα αισθητό στο Μεσοπόλεμο, άρχισε να αμβλύνεται μόνο μετά τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι εξακολουθεί να διαδραματίζει ενεργό ρόλο ακόμη και στη κρίση του ευρω-νομίσματος, την οποία βιώνουμε σήμερα.

Εργάτριες σε υφαντουργείο στην Αγγλία το 19ο αιώνα

Ο διττός αυτός χαρακτήρας της εκβιομηχάνισης στην Ευρώπη αφορά τρία κεντρικά ζητήματα: την αστικοποίηση, την εκπαίδευση και το κοινωνικό ζήτημα. Η περίοδος της εκβιομηχάνισης ,συνολικά και όχι μόνο η πρώιμη φάση της, υπήρξε ταυτόχρονα μια περίοδος αξιοσημείωτης ανάπτυξης των πόλεων. Παλιές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή το Βερολίνο, καθώς και λιμάνια ή ακόμη και εντελώς νέα αστικά κέντρα συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία ραγδαίας αστικής ανάπτυξης. Μετά από μια μακρά περίοδο πληθυσμιακής υπεροχής των πόλεων της ανατολικής Ασίας και της Αμερικής, την πρωτοκαθεδρία πήραν οι ευρωπαϊκές πόλεις. Η εικόνα των βιομηχανικών αστικών κέντρων της Ευρώπης άλλαξε θεαματικά με την εμφάνιση νέων δημόσιων μέσων μεταφοράς, πολιτιστικών κέντρων, μουσείων, θεάτρων, ζωολογικών κήπων, σιδηροδρομικών σταθμών, νέων εμπορικών συνοικιών και, κυρίως, νέου πολεοδομικού σχεδιασμού που επέβαλε τη διαίρεση του αστικού χώρου σε συνοικίες με βάση τις κοινωνικές τάξεις. Οι ευρωπαϊκές πόλεις, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, δηλαδή από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου. Παράλληλα, η διάσταση ανάμεσα στα αστικά κέντρα της βιομηχανικής ευρωπαϊκής δύσης και στις αγροτικές περιοχές της νότιας, ανατολικής, νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως επίσης και κοινωνίες του υψηλού βορρά (Νορβηγία, Φινλανδία) και του δυτικού άκρου (Ιρλανδία), έγινε ιδιαίτερα εμφανής και ιδιάζουσα. Οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης διαιρέθηκαν και εσωτερικά, συνήθως με παρόμοιο τρόπο. Μόνο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αστικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών διαμόρφωσε προϋποθέσεις συγκλίσεων.            

Ως συνέπεια της εκβιομηχάνισης, η δευτεροβάθμια και η ανώτατη εκπαίδευση άρχισαν να γενικεύονται από το τέλος του 19ου αιώνα, εξαιτίας της ζήτησης για πιο εξειδικευμένη εργασία από τις βιομηχανίες αλλά, επίσης, και εξαιτίας της διεύρυνσης των περιφερειακών και κεντρικών κυβερνητικών διοικήσεων. Ο αναλφαβητισμός άρχισε τότε να μειώνεται, παρόλο που η γενική εκπαίδευση είχε εισαχθεί πολύ νωρίτερα σε ορισμένες χώρες. Οι φυσικές επιστήμες και οι τεχνολογίες αναβαθμίστηκαν, ενώ ιδρύθηκαν τεχνικά σχολεία και συστάθηκαν τεχνικές ειδικότητες. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή ήπειρος διαιρέθηκε με βάση την παρεχόμενη εκπαίδευση.  Η ανώτατη εκπαίδευση ήταν πολύ πιο προηγμένη στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες και προσέλκυε φοιτητές από τις φτωχότερες αγροτικές περιοχές της Ευρώπης. Ωστόσο, ο αναλφαβητισμός παρέμεινε αρκετά υψηλός μέχρι και γύρω στα 1950 στη νότια και ανατολική Ευρώπη. Μόνο από τη δεκαετία του 1950 η ευρωπαϊκή εκπαίδευση άρχισε να ομογενοποιείται. Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί παρέμειναν διαφορετικοί, αλλά οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες που προφέρονταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς και το επίπεδο των εκπαιδευτικών συστημάτων εμφάνισαν κοινά χαρακτηριστικά.

Το κοινωνικό ζήτημα, όπως το αποκαλούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν και μια σημαντική αλλαγή, που εισήχθη κατά την περίοδο της εκβιομηχάνισης, αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσε αφορμή νέας κοινωνικής διαίρεσης. Τα εργατικά κινήματα απέκτησαν ισχυρή πολιτική δύναμη κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το κοινωνικό ζήτημα, που συνήθως επικεντρωνόταν στα δικαιώματα των βιομηχανικών εργατών, κατέστη κεντρικό θέμα του δημόσιου λόγου και πηγή έντονων αντιπαραθέσεων. Το κράτος κοινωνικής πρόνοιας επιχείρησε να αντιμετωπίσει τη φτώχεια σε ατομικό και τοπικό επίπεδο αλλά και τις πολιτικές φιλανθρωπίας. Μια σημαντική ιδιαιτερότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών σταδιακά αναδύθηκε. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη ήταν βαθιά διαιρεμένη. Τα εργατικά κινήματα, με τη δύναμη, τους στόχους και την οργάνωσή τους, τη μη βίαιη πρόσβασή τους στην εξουσία, παρουσίαζαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις βιομηχανικές και τις μη βιομηχανικές κοινωνίες. Το κοινωνικό κράτος συγκροτήθηκε μόνο στις πλούσιες βιομηχανικές αστικές κοινωνίες, ενώ στις αγροτικές χώρες οι οικογένειες, η εκκλησία, οι φιλανθρωπικοί φορείς εξακολουθούσαν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των κοινωνικών προνοιακών δομών. Μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η απόσταση αυτή σταδιακά γεφυρώθηκε, για να δώσει τη θέση της σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίστηκε από μια νέα διχοτόμηση ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Σφυρί  ατμού

Την ίδια περίοδο, οι διασυνδέσεις και οι μετακινήσεις αυξήθηκαν τόσο μέσα στην Ευρώπη όσο και με κατεύθυνση άλλες περιοχές του κόσμου. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στην άνοδο των διεθνών μεταφορών στην Ευρώπη: Στην πρώτη περίοδο, την εποχή του Διαφωτισμού, η πολιτική και πολιτιστική αναζήτηση διεθνών πολιτιστικών και οικονομικών ανταλλαγών ήταν ισχυρή και συνοδεύτηκε από την σταδιακή βελτίωση των μεταφορών και των επικοινωνιών. Σχηματίστηκε ένα διεθνές δίκτυο διανοουμένων και επιστημόνων, η λεγόμενη «Δημοκρατία των Γραμμάτων». Την ίδια στιγμή βέβαια η συντριπτική πλειονότητα των Ευρωπαίων περνούσαν ολόκληρη τη ζωή τους περιορισμένοι σε τοπικές κοινωνίες με αμυδρή και έμμεση επικοινωνία με τον έξω κόσμο. 

Κατά την δεύτερη περίοδο, από τις αρχές του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, προέκυψε μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μία πλευρά, οι διεθνείς μεταφορές και επικοινωνίες βελτιώθηκαν με την ανάπτυξη νέων μέσων, όπως οι σιδηρόδρομοι, τα ατμόπλοια, ο τηλέγραφος, αργότερα το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο και, τέλος, το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο. Από την άλλη πλευρά όμως, η άνοδος των εθνικών κρατών οδήγησε σε δυνητικά κλειστούς εθνικούς χώρους με διακριτές εθνικές κουλτούρες και διαφορετικές εθνικές οικονομίες. Η κινητικότητα και οι επικοινωνίες περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό εντός των εθνικών ορίων, ενώ ο διεθνικός χαρακτήρας υποχώρησε σε σύγκριση με την εποχή του Διαφωτισμού –με εξαίρεση την μετανάστευση στην Αμερική και τις ευρωπαϊκές αποικίες. Η αντίφαση αυτή έγινε περισσότερο αισθητή κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν οι δικτατορίες επιχείρησαν να εφαρμόσουν πολιτικές οικονομικής και πολιτιστικής αυτάρκειας, ιδίως στην Ισπανία, στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη. 

Μια τρίτη περίοδος εγκαινιάστηκε μετά το 1945, όταν οι μεταφορές και οι επικοινωνίες εξελίχθηκαν περαιτέρω με θεαματικές καινοτομίες στα αγαθά μαζικής κατανάλωσης, όπως  το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, η τηλεόραση, το τηλέφωνο, το φαξ και από τη δεκαετία του 1980 με την εμφάνιση του Διαδικτύου. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, οι ενδο-ευρωπαϊκές μετακινήσεις, τα διεθνή ταξίδια και η επικοινωνία ενθαρρύνονταν αντί να παρεμποδίζονται από τη νέα ευρωπαϊκή  διοίκηση, καθώς και από τις εσωτερικά πιο ανοικτές εθνικές κυβερνήσεις, παρόλο που μέχρι το 1989-1990 στην ανατολική Ευρώπη το άνοιγμα αυτό ήταν περιορισμένο και κεντρικά ελεγχόμενο λόγω της έμφασης που έδιναν οι συγκεντρωτικές εξουσίες στην αυστηρή εθνική αυτάρκεια.

Η αργή και διαιρεμένη εκβιομηχάνιση στην Ευρώπη συνέβαλε σε μια επιπλέον ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα: το σκεπτικισμό μιας σημαντικής μερίδας Ευρωπαίων απέναντι στη νεωτερικότητα της βιομηχανικής κοινωνίας. Ο σκεπτικισμός ενθαρρύνθηκε από μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών που φαινομενικά δεν άγγιξε η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως ευρείες πληθυσμιακές ομάδες των αγροτικών κοινωνιών, της εκκλησίας, της αριστοκρατίας, των θεωρητικών επιστημόνων, των πανεπιστημίων, των μικρών πόλεων, των βιοτεχνών και των καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα. Η μεγάλη πόλη, οι τράπεζες, οι νέες ασθένειες, τα αγγλικά ως κοινή διεθνής γλώσσα (lingua franca), οι Εβραίοι της Αμερικής, που είχαν επινοηθεί ως σύμβολα της νεωτερικότητας, δέχτηκαν επίθεση. Αυτός ο «αντι-βιομηχανικός σκεπτικισμός» είχε ισχυρό αντίκτυπο στην πολιτική. Ουσιαστικά αμβλύνθηκε μόλις μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο είναι ακόμα εμφανής στο ιδιότυπο ευρωπαϊκό μείγμα ενθουσιασμού και σκεπτικισμού.

Ένας σημαντικός μηχανισμός που αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης είναι τα μουσεία. Από τη μία πλευρά, ως τη δεκαετία του 1970, η οποία συμπίπτει συμβατικά με το τέλος της εκβιομηχάνισης, ιδρύθηκε ένας μεγάλος αριθμός μουσείων που πραγματεύονταν τη Βιομηχανική Επανάσταση, την άνοδο εξειδικευμένων βιομηχανιών, την τεχνολογία, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες. Ένα ταξίδι στην Ευρώπη των βιομηχανικών μουσείων είναι συναρπαστική περιπέτεια. Από την άλλη πλευρά, απουσιάζει ακόμη ένα ευρωπαϊκό μουσείο, το οποίο θα παρουσιάζει συνολικά την ιστορία της εκβιομηχάνισης στην Ευρώπη. Ερευνητικά προγράμματα για ευρωπαϊκά μουσεία που θα παρουσίαζαν την εκβιομηχάνιση ανάμεσα σε άλλα θέματα, απέτυχαν ή  δεν έχουν ακόμα συσταθεί. Συνεπώς μέχρι στιγμής στα μουσεία δεν μπορεί κανείς να δει την εκβιομηχάνιση στην Ευρώπη ως σύνολο, τις ιδιαιτερότητές της και το ρόλο της στην παγκόσμια ιστορία.

Συνοψίζοντας, η ποικιλομορφία του χώρου και η σύγκλιση είναι δύο ουσιώδεις πλευρές του αφηγήματος της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, για σχεδόν δύο αιώνες, η Βιομηχανική Επανάσταση αποτέλεσε μια μεγαλειώδη έξαρση της ποικιλομορφίας και της διαίρεσης της Ευρώπης, η οποία δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά επίσης πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Η διαιρετική δύναμη της οικονομίας, η οποία είναι τόσο εμφανής στη σημερινή κρίση, ήταν εξίσου ισχυρή στην ιστορία της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εντούτοις, από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η βιομηχανική ολοκλήρωση της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την μετέπειτα ανάδυση οικονομιών παροχής υπηρεσιών, άμβλυνε την παλιά διαίρεση και οδήγησε σε μια πολύ πιο ομοιογενή Ευρώπη σε σύγκριση με το παρελθόν. Ο παλαιός διαχωρισμός μεταξύ βιομηχανικού και αγροτικού στοιχείου, πόλης και υπαίθρου, αναλφαβητισμού και ανώτερης εκπαίδευσης, κράτους-πρόνοιας και μη κρατικής κοινωνικής ασφάλισης σταδιακά ξεπεράστηκε, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι άλλαξαν οι διεθνείς πολιτικές, προχώρησε η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα έθνη-κράτη έγιναν πιο ανοικτά και οι διεθνείς συναλλαγές ενισχύθηκαν.