Professor Béla Tomka University of Szeged, Hungary
Η Βιομηχανική Επανάσταση είναι μια αμφιλεγόμενη ιστορική έννοια. Θα περιοριστούμε εδώ να εστιάσουμε σε δύο μόνο πτυχές του ζητήματος: Οι ιστορικοί είναι διχασμένοι για το αν είναι πιο δόκιμο να αναφέρονται στις αλλαγές που σημειώθηκαν στον τομέα της παραγωγής με την ονομασία Βιομηχανική Επανάσταση ή απλώς με τον όρο «εκβιομηχάνιση» (ο τελευταίος δίνει προφανώς έμφαση στην αποσπασματικότητα του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού). Επιπλέον, πολλοί ιστορικοί αναφέρθηκαν σε «βιομηχανικές επαναστάσεις», χρησιμοποίησαν δηλαδή πληθυντικό αριθμό προκειμένου να δώσουν το στίγμα μιας σταδιακής διαδικασίας αλλαγής, παρά μιας εντατικής διαδικασίας ριζικής μεταμόρφωσης.
Αυτές οι διαφορετικές αναγνώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης παρουσιάζουν ενδιαφέρον αν μας ενδιαφέρουν «οι κοινές ευρωπαϊκές ιστορίες» και η σημασία των επαναστατικών αλλαγών στην παραγωγή για τη διαμόρφωση των ιστοριών αυτών. Η Βιομηχανική Επανάσταση στην κλασική της σύλληψη εκτείνεται από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα και σε μεγάλο βαθμό υπήρξε βρετανική υπόθεση. Εμφανίστηκε στην Αγγλία, εξαπλώθηκε σε ορισμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ευρώπης, επηρέασε κυρίως τη δυτική Ευρώπη και πολύ λιγότερο άλλες περιοχές. Ως αποτέλεσμα, αν πραγματικά θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε τα χαρακτηριστικά των κοινών ευρωπαϊκών ιστοριών, συμπεριλαμβανομένων και των διασυνδέσεων ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Ευρώπη, θα καταλήγαμε σε μια λιγότερο δραματική άποψη της διαδικασίας εκβιομηχάνισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν έρχεται σε αντίθεση με πρόσφατες επιστημονικές τοποθετήσεις για το όλο ζήτημα.
Επομένως, χρησιμοποιούμε τον όρο στον πληθυντικό ("Βιομηχανικές Επαναστάσεις") και θεωρούμε ότι όχι μόνο η πρώτη αλλά και η δεύτερη και η τρίτη βιομηχανική επανάσταση έλαβαν χώρα όχι μόνο στην περίοδο 1865-1914 αλλά και από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1973. Στο κείμενο αυτό δεν παρουσιάζεται μια εξονυχιστική έρευνα των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών στην Ευρώπη. Μας ενδιαφέρουν οι δύο κύριες περιοχές της κοινωνικής αναμόρφωσης που ξεπήδησαν στην αυγή της εκβιομηχάνισης. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τέσσερις αλλαγές: την αλλαγή του πληθυσμιακού χάρτη, με έμφαση στην αστικοποίηση, και τις αλλαγές που επέφερε στις κοινωνικές ανισότητες, δηλαδή την προλεταριοποίηση καθώς και την ανάδυση νέων κοινωνικών κινημάτων. Κύριος σκοπός μας είναι να αποσαφηνιστούν οι κυρίαρχες αλλαγές στη δημογραφική συμπεριφορά των βιομηχανικών κοινωνιών, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έθεσαν το πλαίσιο για ολοένα αυξανόμενες ευκαιρίες ή περιόρισαν άλλες όψεις της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια αυτών των 200 χρόνων που εξετάζουμε. Επικεντρωνόμαστε λοιπόν στις κοινές εμπειρίες και στις συνάφειες που παρουσιάζουν οι ιστορίες των εθνικών κοινωνιών στην Ευρώπη, αλλά και στις μεταξύ τους διαδράσεις, συγκλίσεις και, όχι λιγότερο, στις εντάσεις και διαμάχες που ήρθαν στην επιφάνεια κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει στην Ευρώπη.
Αυτοί οι τομείς της κοινωνικής ζωής επιλέχθηκαν για έρευνα, ακριβώς επειδή κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης βρεθήκαμε στην καρδιά του κοινωνικού μετασχηματισμού: Οι αλλαγές στη δημογραφική συμπεριφορά και στις κοινωνικές διαστρωματώσεις, αλλά και οι πολιτικές τους συνέπειες είναι στοιχεία τα οποία τελικά παρέχουν επαρκή τεκμηρίωση για την ύπαρξη κοινών ιστοριών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Αλλαγή του πληθυσμιακού τοπίου και αστικοποίηση
Η δημογραφική μεταβολή είναι μια μακρόσυρτη διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας ο πληθυσμός μετακινείται μεταξύ δύο σχετικά σταθερών καταστάσεων: από μια κατάσταση υψηλής γεννητικότητας και θνησιμότητας σε μια κατάσταση χαμηλής γεννητικότητας και θνησιμότητας. Εξαιτίας της χρονικής διαφοράς ανάμεσα στα δύο φαινόμενα και της μεταξύ τους ταλάντευσης, το μέγεθος του πληθυσμού αυξάνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης και μακράς αυτής περιόδου. Αυτή η αργόσυρτη και μεγάλης κλίμακας τάση πυροδότησε μια τεράστια βιβλιογραφική παραγωγή, η οποία τελικά οδήγησε σε ένα μοντέλο που κυριάρχησε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τώρα πια αναφέρεται διεθνώς ως "δημογραφική μετάβαση". Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η μετάβαση αυτή πραγματοποιήθηκε σε μια ακολουθία τεσσάρων σταδίων.
Τα αποτελέσματα ερευνών των τελευταίων δεκαετιών έχουν αμφισβητήσει την αξιοπιστία της δημογραφικής μετάβασης ως μιας αδιαμφισβήτητης πληθυσμιακής θεωρίας. Όμως, παρά τις κριτικές, η έννοια εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στην ιστορία των πληθυσμών αλλά και στη δημογραφική ιστορία. Και αυτό γιατί, παρά τις όποιες απλουστεύσεις, αποκαλύπτει σημαντικές ιστορικές διαδικασίες και προσφέρει ένα ευρετικό πλαίσιο συζήτησης των αλλαγών σε επίπεδα γεννητικότητας και θνησιμότητας. Πρώτα από όλα, οι δημογραφικές συνθήκες διαφοροποιήθηκαν ριζικά κατά τους προηγούμενους αιώνες σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αυτή η αλλαγή οδήγησε σε χαμηλότερους δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας, ενώ ταυτόχρονα, έστω και για μια σύντομη περίοδο, το μέγεθος του πληθυσμού αυξήθηκε θεαματικά.
Παρά το γεγονός ότι στην Ευρώπη υπήρχε ένα σημαντικό αστικό δίκτυο μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, ο ρυθμός αύξησης του αστικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν πρωτοφανής -κυρίως εξαιτίας της εμφάνισης νέων βιομηχανικών πόλεων, της ραγδαίας επέκτασης του πληθυσμού των μεγάλων λιμανιών και της αυξανόμενης κυριαρχίας των μεγάλων πόλεων συμπεριλαμβανομένων και των μητροπολιτικών κέντρων. Παρόλο που ο χρόνος, ο ρυθμός και ο βαθμός αστικοποίησης ποίκιλε σημαντικά στις περιοχές της Ευρώπης, οι αστικές περιοχές έχουν κοινά χαρακτηριστικά -γεγονός που γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν συγκρίνουμε τις ευρωπαϊκές πόλεις με αντίστοιχές τους εκτός της ηπείρου. Ίσως το πιο σημαντικό κοινό γνώρισμα της ευρωπαϊκής αστικής ανάπτυξης είναι η ιδιόμορφη εικόνα που παρουσιάζουν οι πόλεις στη γηραιά ήπειρο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις διατηρούν ένα μεσαιωνικό ή πρώιμο νεωτερικό κέντρο. Στα σχέδια προγραμμάτων ανοικοδόμησης των πόλεων του 19ου αιώνα είναι εμφανή τα μπλοκ κτιρίων που στεγάζουν κοινωνικές υπηρεσίες, όπως σχολεία, δικαστήρια και σιδηροδρομικοί σταθμοί και, στις μεγαλύτερες πόλεις, θέατρα και μουσεία. Οι αρχιτεκτονικές τάσεις που σημειώθηκαν στη μακρά ιστορία τους σαφώς διαφοροποιούν τις ευρωπαϊκές πόλεις από αυτές της Αμερικής, όπου τα αστικά κέντρα των αποικιακών χρόνων επιβίωσαν μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις και τμηματικά.
Όπως αναλύθηκε από τον Hartmut Kaelble, σε σύγκριση με παρόμοιες περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ασία και άλλα μέρη στον κόσμο, οι αστικοποιημένες περιοχές της Ευρώπης επιδεικνύουν μια σειρά άλλων ιδιαιτεροτήτων, όπως η επεκτεινόμενη διατήρηση της οικιστικής λειτουργίας του εσωτερικού των πόλεων, η αντανάκλαση της κοινωνικής διάκρισης του 19ου και 20ου αιώνα στη διάταξη των αστικών συνοικιών στο χώρο, καθώς και τα δομικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του αστικού σχεδιασμού. Ένα κύριο κομμάτι αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα ενός σχετικά ήπιου ρυθμού ανάπτυξης των ευρωπαϊκών πόλεων.
Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικά κινήματα
Η πρόοδος της εκβιομηχάνισης κατά τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη είχε σημαντικό αντίκτυπο στις εργασιακές πρακτικές. Βοήθησε στη διάχυση νέων αξιών και προτύπων συμπεριφοράς σε σχέση με την εργασία. Αυτά περιελάμβαναν τακτική και πιο πειθαρχημένη εργασία, διαχωρισμό του εργασιακού από τον οικιακό χρόνο, μείωση της ατομικής πρωτοβουλίας στο χώρο εργασίας, καθώς και αποδοχή της συνεχούς επιτήρησης των εργασιακών δραστηριοτήτων από τον εργοδότη στους υπαλλήλους του. Επίσης, άλλαξε τις μορφές οργάνωσης της παραγωγής, οδηγώντας στην παρακμή της οικιακής οικονομίας και στη γενίκευση της μισθωτής εργασίας. Θα λέγαμε ότι αυτή η τάση έγινε πιο ορατή στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η αμειβόμενη εργασία αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ οι οικογενειακές παραγωγικές δραστηριότητες μειώθηκαν και ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων εργατών εξαφανίστηκε οριστικά. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στη μείωση του ποσοστού των καλλιεργητών, αλλά και στο γεγονός ότι οι μικρής κλίμακας βιομηχανικές και εμπορικές οικογενειακές μονάδες έδωσαν τη θέση τους σε μεγάλες εταιρικές επιχειρήσεις. Αυτός ο μετασχηματισμός της εργασίας οδήγησε σε επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών.
Οι αλλαγές στην κατανομή του εισοδήματος στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία συχνά αναπαρίστανται με μια ανεστραμμένη καμπύλη που δείχνει ότι οι διαφορές στο εισόδημα αρχικά αυξήθηκαν και μετά άρχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Παρά το γεγονός ότι σχετικά λίγες πληροφορίες αναφορικά με το 19ο αιώνα είναι προς το παρόν διαθέσιμες, η έρευνα έχει ευρέως επιβεβαιώσει ότι η καμπύλη ήταν όντως ανοδική κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης και οι εισοδηματικές διαφορές είχαν οξυνθεί. Ωστόσο, κατά μήκος του 20ου αιώνα σημειώθηκαν αντίθετες τάσεις, κάτι που σημαίνει ότι μετριάστηκε η μισθολογική απόσταση μεταξύ των εργαζομένων στις βιομηχανικές κοινωνίες: Η απόκλιση μεταξύ των προσωπικών εισοδημάτων μειώθηκε, η αναλογία μισθών και ημερομισθίων σε σχέση με τις αποδόσεις κεφαλαίων αυξήθηκε, οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις ως ένα βαθμό γεφυρώθηκαν, ενώ το κατώτερο ημερομίσθιο των γυναικών έπαψε να είναι μικρότερο των ανδρών. Αυτές οι γενικές τάσεις δεν επικράτησαν παντού, σε κάθε περίοδο ή με την ίδια ένταση σε όλη την Ευρώπη.
Οι νέες σχέσεις παραγωγής κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης δημιούργησαν παρόμοιους τύπους βιομηχανικών εργατών με παρόμοιο τρόπο ζωής και συνήθειες σε όλη την Ευρώπη. Βιομηχανικά κέντρα και περιοχές από την περιοχή του Ρουρ στη Γερμανία μέχρι το Καλέ στη Γαλλία αποτέλεσαν το περιβάλλον στο οποίο προλεταριοποιήθηκε ο βιομηχανικός εργάτης. Οι εργάτες ζούσαν σε αβεβαιότητα, η οποία πυροδοτούσε κοινωνικές συγκρούσεις. Κοινωνικές ρήξεις και κινήματα προφανώς υπήρξαν και πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ωστόσο, τώρα η κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της εργατικής τάξης, η συγκέντρωσή της στις πόλεις και η προλεταριοποίησή της οδήγησαν στις κλασικές μορφές οργάνωσης των εργατικών κινημάτων: εργατικά σωματεία και πολιτικά κόμματα.
Τα εργατικά κινήματα διευκόλυναν τη δημιουργία ξεχωριστών ταξικών γλωσσών, οι οποίες έδιναν την αίσθηση των συλλογικών πράξεων, παρόλο που ιδεολογικά ήταν μοιρασμένες σε χριστιανικές, φιλελεύθερες, σοσιαλιστικές και αναρχο-συνδικαλιστικές ομάδες. Οι διεθνιστικές τους φιλοδοξίες ήταν δύσκολο να εναρμονιστούν με την αυξανόμενη εθνικοποίηση των κινημάτων των ευρωπαίων εργατών, τα οποία δρούσαν κατά κύριο λόγο μέσα στο πλαίσιο των εθνικών κρατών που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Οι εργάτες οργανώθηκαν, χωρίς αμφιβολία, πιο αποτελεσματικά γύρω από αιτήματα, όπως η αύξηση των μισθών, η μείωση του εργασιακού ωραρίου και η εκλογική μεταρρύθμιση. Ο αγώνας ενάντια στην κοινωνική απόγνωση επίσης βοήθησε τη συγκρότηση του κράτους πρόνοιας, το οποίο αποδείχθηκε ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών του 20ου αιώνα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση, μια νέα ιστορία
Καθηγήτρια Pat Hudson, Πανεπιστήμιο Κάρντιφ, Ηνωμένο Βασίλειο
Η Βιομηχανική Επανάσταση εξαρτήθηκε από την εργασία των γυναικών και των παιδιών όσο από την εργασία των ενήλικων ανδρών. Η πληθυσμιακή αύξηση που συνόδευσε την εκβιομηχάνιση μείωσε σημαντικά το μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού ενθαρρύνοντας την εργασία των νέων. Οι γυναίκες και τα παιδιά ανέλαβαν χειρονακτικές εργασίες, με σκοπό την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος, σε μια εποχή που οι ευκαιρίες απασχόλησης στον αγροτικό τομέα όλο και μειώνονταν, ενώ η ανδρική απασχόληση σε χειρονακτικά επαγγέλματα γινόταν ολοένα και πιο αβέβαιη εξαιτίας της εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών και οργανωτικών αλλαγών στους χώρους παραγωγής. Οι εργοδότες παρατηρούσαν ότι τα παιδιά και οι γυναίκες πρόσφεραν πιο φθηνή και ευέλικτη εργασία σε σύγκριση με τους άνδρες και ήταν πιο δεκτικές στις αλλαγές, αλλά και λιγότερο ικανές να αντισταθούν σε αυτές. Η εργασία και η παραγωγή συχνά λάμβανε χώρα σε οικιακές μονάδες και απασχολούσε τα περισσότερα μέλη της οικογένειας συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών και των μαθητευομένων. Η στροφή προς την αμειβόμενη εργασία των γυναικών και των παιδιών καθόρισε τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες: ύφανση στο σπίτι, ράψιμο, συντήρηση και προετοιμασία φαγητού, κατασκευή κεριών από λίπος κ.ά.). Τα προϊόντα στοιχειώδους διαβίωσης σταδιακά άρχισαν να αγοράζονται περισσότερο στις λαϊκές αγορές, από πλανόδιους πωλητές και καταστήματα. Φαίνεται ότι οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων και των μελών της οικογένειάς τους, δούλευαν περισσότερες ώρες, ώστε να μπορούν να αγοράσουν περισσότερα αγαθά και να απολαύσουν «μικρές πολυτέλειες», οι οποίες έγιναν προσιτές με τη διεύρυνση της αγοράς και τη μείωση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων. Ο εργαζόμενος πληθυσμός στο νέο καταναλωτικό αστικό περιβάλλον συνδύαζε, στο βαθμό που μπορούσε, την ανάγκη με την επιλογή.
Οι οικονομικές αλλαγές συνοδεύτηκαν από κοινωνικές αλλαγές καθόλου ήσσονος σημασίας, όπως η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, η μετανάστευση, η αστικοποίηση, η δημιουργία πολυμελών οικογενειών, η μείωση της ηλικίας γάμου και η αύξηση της παραβατικότητας. Οι άνθρωποι πλέον παντρεύονταν σε μικρότερη ηλικία και αποκτούσαν περισσότερα παιδιά εντός και εκτός γάμου. Αυτό σχετίζονταν με τις αυξημένες εισοδηματικές ανάγκες, τη μετανάστευση πληθυσμών αλλά και τις κοινωνικές αλλαγές που συνόδευσαν το φαινόμενο. Η εξάπλωση του πληθυσμού με τη σειρά της οδήγησε σε υψηλά ποσοστά ανεργίας, φτώχειας και εγκληματικότητας εξαιτίας της συνακόλουθης κοινωνικής αναταραχής. Οι επαναστατικές αλλαγές στη σεξουλικότητα και στις κοινωνικές σχέσεις ήταν χαρακτηριστικές την περίοδο που μελετάμε. Παρά το γεγονός ότι η νέα οικονομική ανάπτυξη ωφέλησε τις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας, η διαδικασία μετάβασης υπήρξε αργή και άνιση. Το βιοτικό επίπεδο πολλών εργατικών οικογενειών επιδεινώθηκε, την ίδια στιγμή που η αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη, οι έμποροι, οι χρηματιστές και οι ιδιοκτήτες γης γενικά αύξησαν τον πλούτο τους και την επιδεικτική κατανάλωση (όπως αποτυπώνεται σε συμβόλαια σπιτιών, στη διατροφή, την ένδυση, αλλά και στους δείκτες υγείας και ασθένειας μεταξύ πλουσίων και φτωχών). Η οικονομική πόλωση, η ραγδαία αστικοποίηση, οι πιέσεις στην εργασία που προκλήθηκαν από τις τεχνολογικές καινοτομίες και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό οδήγησαν σε πολιτική και κοινωνική αστάθεια και ρευστότητα. Εκδηλώθηκαν κινήματα αντίστασης στην εισαγωγή μηχανών στη παραγωγή, επειδή αυτές έθεταν σε δεύτερη μοίρα τις ικανότητες, τη θέση και τις αποδοχές των εργατών. Αυτά τα κινήματα υπήρξαν ικανά να διαμορφώσουν το ρυθμό και την πορεία των αλλαγών στη Βρετανία και λιγότερο ή περισσότερο σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Για παράδειγμα, το εργαστήριο του Χάργκρεϊβς (Hargreaves) δέχτηκε επίθεση δύο φορές και καταστράφηκε από τους εργάτες. Το εργοστάσιο του Άρκραϊτ (Arkwright) στο Χόρλεϊ (Chorley) λεηλατήθηκε και κάηκε. Ο ιδιοκτήτης του φοβήθηκε τόσο πολύ που παρείχε στους εργάτες του όπλα και κανόνια. Οι μύλοι συνήθως χτίζονταν με πολεμίστρες και εξοπλίζονταν με αμυντικές μηχανές. Αυτά τα κινήματα αντίστασης των εργατών είναι κρίσιμα στοιχεία για την κατανόηση των οικονομικών αλλαγών που συνέβησαν στις αρχές του 19ου αιώνα και της μορφής που πήρε έκτοτε η βρετανική κοινωνία.