Διδακτική ενότητα: Η επιρροή της θρησκείας
Πού απευθύνεται: Καταρτιζόμενοι εκπαιδευτικοί
Τα πρώτα σχολεία στη μεσαιωνική Ευρώπη
Από την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η εκκλησία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διατήρηση της πνευματικής εκπαίδευσης και της μάθησης μέσα από τα μοναστήρια και τις θρησκευτικές κοινότητες, τα σχολεία καθεδρικών ναών και τα πανεπιστήμια σε όλη την Ευρώπη. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, τα σχολεία που συνδέονταν με μονές ή με καθεδρικούς ναούς δίδασκαν στα παιδιά να ψάλλουν για τις χορωδίες τους, καθώς επίσης να διαβάζουν και να γράφουν στα Λατινικά για τη μελλοντική τους σταδιοδρομία στην εκκλησία, τη διοίκηση ή σε νομικές υποθέσεις.
Τα Λατινικά ήταν η παγκόσμια γλώσσα που επέτρεπε στους μελετητές ανά την Ευρώπη να επικοινωνούν μεταξύ τους· επέτρεπε στους ανθρώπους της εκκλησίας να μοιράζονται την κοινή τους πίστη σε όλη την Ευρώπη και διευκόλυνε διοικούντες, νομικούς και άλλους επαγγελματίες να συνεργάζονται. Προωθούνταν σε μεγάλο βαθμό η μηχανική μάθηση και η απομνημόνευση (βλ. εικόνες), ενώ οι ξυλοδαρμοί με βέργα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Διασώθηκε μια αφήγηση, η οποία χρονολογείται στο Δεκέμβριο του 1301, για τον Τζον Νιούσομ (John Newsom), έναν δάσκαλο στην Οξφόρδη, του οποίου το σώμα βρέθηκε στον ποταμό Τσάργουελ (Cherwell). Είχε πέσει από μια ιτιά, ενώ έκοβε ράβδους για να χτυπά τους μαθητές του και πνίγηκε.
Τα Λατινικά ως η γλώσσα διδασκαλίας
Εκτός από τα σχολεία των χριστιανικών μητροπόλεων, τα Λατινικά διδάσκονταν επίσης στα διαρκώς αυξανόμενα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ο πρωτότυπος όρος είναι ‘Grammar Schools’), στα οποία τα παιδιά διδάσκονταν λατινική γραμματική, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Διδάσκονταν, επίσης, οι γλώσσες που ομιλούνταν στην καθημερινή ζωή και αυτός είναι ένας από τους λόγους της δημοτικότητας των νέων σχολείων. Η διδασκαλία των λατινικών γινόταν μηχανιστικά. Ο Ρόμπερτ Άσαμ (Robert Ascham), οικοδιδάσκαλος της πριγκίπισσας Ελισάβετ πριν αυτή γίνει βασίλισσα της Αγγλίας, στα μέσα του 16ου αιώνα αναφέρθηκε στα δεινά αυτού του φαινομένου: Οι γνώσεις των παιδιών ήταν «δεμένες μόνο στη γλώσσα και στα χείλη τους και ποτέ δεν ανέβαιναν μέχρι το μυαλό και το κεφάλι, και, ως εκ τούτου, σύντομα βρίσκονταν και πάλι έξω από το στόμα». Το παρακάτω ποίημα του Τσόσερ (Chaucer) περιγράφει αυτήν την κατάσταση:
«Αυτό το μικρό παιδί»
Αυτό το μικρό παιδί, που μάθαινε το σύντομο μάθημά του,
Κάθισε στο αλφαβητάρι του στο σχολείο, και εκεί,
Ενώ τα αγόρια διδάσκονταν τα αντίφωνα,
Συνέχισε να γυρνά,
Και άκουσε το μελωδικό Alma redemptoris,
Και έσκυψε τόσο κοντά όσο ποτέ δεν είχε τολμήσει,
Σημειώνοντας τις λέξεις, ενθυμούμενος κάθε νότα,
Μέχρι τη στιγμή που θα μπορούσε να τραγουδήσει απ' έξω τον πρώτο στίχο.
Δεν ήξερε τι σήμαιναν τα Λατινικά,
Όντας τόσο μικρός και σε τρυφερή ηλικία,
Αλλά μόλις ένας νεαρός συμμαθητής ολοκλήρωσε την προσευχή του,
Ζήτησε να εξηγήσει σε αυτόν το τραγούδι στη γλώσσα του
Ή να του πει γιατί χρησιμοποιούνταν το τραγούδι, ζητώντας από το αγόρι το νόημα του τραγουδιού,
Στα γυμνά γόνατά του τον παρακάλεσε πολύ και για πολλή ώρα.
Ο συμμαθητής του, που ήταν ένα μεγαλύτερο παλικάρι, απάντησε ως εξής:
“Αυτό το τραγούδι, όπως έχω ακούσει δηλαδή,
Έγινε για να εγκωμιάσουμε την ευλογημένη Παναγία ελεύθερα,
Να την χαιρετίσουμε και να προσευχηθούμε,
Να μας βοηθήσει όταν έρθει η μέρα του θανάτου μας".
Μόνο αυτό μπορώ να σου εξηγήσω αυτή τη στιγμή·
Έχω μάθει το τραγούδι· όμως δεν ξέρω παρά μόνο λίγη γραμματική.
Ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής επανάστασης που συντελέστηκε κατά το 16ο και 17ο αιώνα ήταν η έμφαση που δόθηκε στην εμπειρική έρευνα: Άμεση παρατήρηση και εξαγωγή συμπερασμάτων που οδηγούν στη δημιουργία νέας γνώσης. Αυτές οι πεποιθήσεις άρχισαν, επίσης, να επηρεάζουν τη διδασκαλία και την ανάπτυξη συστηματικών προσεγγίσεων για την παιδαγωγική. Ο Κομένιος, για παράδειγμα, ενδιαφέρθηκε για τις διαδικασίες της μάθησης, ενώ επέκρινε τη σχολαστικότητα και την πλήξη της από στήθους εκμάθησης των Λατινικών. Με το βιβλίο του «Η Ανοιχτή Πύλη των Γλωσσών» ('Janua linguarum reserata', 1631) είχε ως στόχο να εισαγάγει τους μαθητές στα Λατινικά μέσα από την καθομιλουμένη γλώσσα και ορολογία και όχι μέσα από τη μηχανική εκμάθηση της γραμματικής. Ήθελε να ενισχύσει το ενδιαφέρον των παιδιών για τη μάθησή τους και γι' αυτό τον λόγο συμπεριέλαβε ξυλογραφίες στο έργο του «Εικονογραφημένος Κόσμος» ('Orbis Sensualium Pictus', 1658), (βλ. εικόνες), το οποίο παρέμεινε δημοφιλές στην Ευρώπη επί δύο αιώνες και ήταν ο πρόδρομος των εικονογραφημένων σχολικών εγχειριδίων των μετέπειτα χρόνων. Αποτελούνταν από εικόνες που απεικόνιζαν λατινικές φράσεις συνοδευόμενες από μεταφράσεις στην καθομιλουμένη γλώσσα.
Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση
Οι ανακατατάξεις που προκάλεσε τόσο η Μεταρρύθμιση όσο και η Αντιμεταρρύθμιση επηρέασαν την εκπαίδευση και το σχολείο. Τόσο οι Προτεστάντες όσο και οι Καθολικοί είχαν ισχυρά συμφέροντα στο να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά είχαν ανατραφεί σύμφωνα με τα δόγματα της πίστης και με όρους δημόσιας τάξης και κοινωνικής συνοχής. Ορισμένες κυβερνήσεις, επίσης, άρχισαν να ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Στα προτεσταντικά νοικοκυριά η οικογένεια είχε ένα σημαντικό μερίδιο στην εκπαίδευση των νέων παιδιών. Μέσα στην οικογένεια τα παιδιά μάθαιναν πώς να συμπεριφέρονται, πώς να χαλιναγωγούν τις επιθυμίες τους και πώς να μεγαλώνουν για να γίνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας. Από τα παιδιά απαιτούνταν να πειθαρχούν για να διασφαλιστεί ότι θα είχαν σωστή διαγωγή. Μεγάλος αριθμός βιβλίων σωστής συμπεριφοράς και κατήχησης είχαν εκδοθεί. Στην Αγγλία μόνο, από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα, τυπώθηκαν 350 διαφορετικά βιβλία κατήχησης (Cunningham, 2005: 48). Ολοένα και περισσότερα σχολεία είχαν ιδρυθεί. Στην Αγγλία μεταξύ των ετών 1480 και 1660 ιδρύθηκαν περίπου 800 νέα σχολεία. Η σχολική φοίτηση ενθαρρύνθηκε από τον Λούθηρο στη Γερμανία, ο οποίος συνέστησε την παροχή δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης στα γερμανικά κρατίδια. Στη Σκωτία ένας νόμος του Σκωτικού Κοινοβουλίου το 1616 απαιτούσε από κάθε ενορία να έχει ένα σχολείο και έναν δάσκαλο. Η Λουθηρανική Εκκλησία στη Σουηδία ενθάρρυνε την εκμάθηση της κατήχησης στο σπίτι και εξέταζε δημοσίως τα παιδιά για τις γνώσεις τους στην εκκλησία τις Κυριακές. Υπήρχε, έτσι, μια σύνδεση μεταξύ ορισμένων προτεσταντικών κρατών και της σχολικής εκπαίδευσης (Cunningham, 2005: 120). Η κατήχηση ως παιδαγωγικό μέσο ήταν σημαντική και για τους Καθολικούς. Σε αντίθεση με τα προτεσταντικά νοικοκυριά, ο Κάνιγκαμ (Cunningham, 2005) υποστηρίζει ότι τα σχολεία ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις οικογένειες των Καθολικών. Οι διδακτικές μέθοδοι των Ιησουιτών στα τέλη του 16ου αιώνα καθορίστηκαν από το “Ratio Studiorum”. Αυτές οι αρχές βασίστηκαν στη συνεχή χρήση των Λατινικών σε καταστάσεις ερωτήσεων και απαντήσεων με περιορισμένη χρήση της καθομιλουμένης. Η παιδαγωγική βασιζόταν σε προεπιλογές του δασκάλου που συνοδευόταν από επαναλαμβανόμενες ασκήσεις και συζητήσεις. Με βάση μια ενιαία παιδαγωγική μέθοδο, οι Ιησουίτες ανέπτυξαν ένα συγκεντρωτικό σύστημα, το οποίο ήταν πιθανότατα εκτεταμένο, καθώς τα κολέγιά τους είχαν τοποθετηθεί στρατηγικά σε όλη την καθολική Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιγνάτιου Λογιόλα (Loyola), ιδρύθηκαν κολέγια στη Μεσίνα, το Παλέρμο, τη Νάπολη, τη Σαλαμάνκα, την Αλκάλα, το Βαγιαδολίδ, τη Λισαβόνα και τη Βιέννη. Μετά τον θάνατό του πολλά άλλα κολλέγια ιδρύθηκαν, συμπεριλαμβανομένων αυτών στο Ίγκολστατ, την Κολωνία, το Μόναχο, την Πράγα, το Ίνσμπρουκ, το Ντουέ, τη Μπρίζ, την Αμβέρσα, τη Λιέγη (Farell, 1970).