Διδακτική ενότητα: Διάδοση της λαϊκής εκπαίδευσης
Πού απευθύνεται: Καταρτιζόμενοι εκπαιδευτικοί
Από το 19ο αιώνα το κράτος άρχισε να διαπιστώνει τα οφέλη της εκπαίδευσης για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής κοινωνίας, καθώς και για την ενδυνάμωση της αίσθησης της εθνικής ταυτότητας. Η συνειδητοποίηση του τρόπου, με τον οποίο η εκπαίδευση θα μπορούσε να στηρίξει το κράτος και να συμβάλει στην εθνική ταυτότητα, είχε επιπτώσεις στην παιδαγωγική και στη σχολική εκπαίδευση. Ένας σημαντικός αριθμός χωρών επιχείρησε να συστήσει ένα σύστημα υποχρεωτικής εκπαίδευσης στη διάρκεια του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα η Πρωσία το 1763, η Αυστρία το 1774, η Γαλλία το 1793 και η Δανία το 1814. Από την πλευρά της παιδαγωγικής, ο στόχος ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιος με αυτόν της εκκλησίας: να εμφυσήσει στους μελλοντικούς πολίτες του κράτους συνήθειες υπακοής και κοινωνικής τάξης και, επίσης, να διασφαλίσει ότι τα παιδιά θα είχαν την αίσθηση μιας κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς και ότι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με ένα «φαντασιακό έθνος - κράτος» (Anderson, 1991).
Η εκβιομηχάνιση και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στις βιομηχανικές πόλεις δημιούργησαν πολλές προκλήσεις. Μεγάλες ομάδες άπορων παιδιών ήταν συγκεντρωμένες στους δρόμους. Ενώ αυτά τα παιδιά στο παρελθόν δεν συνιστούσαν κοινωνικό ζήτημα, καθώς ήταν διασκορπισμένα στα χωριά και στην ύπαιθρο, τώρα γίνονταν πλέον περισσότερο αντιληπτά. Ο κοινωνικός έλεγχος, όπως και μια γνήσια επιθυμία από ορισμένα μέλη της κοινωνίας να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά υπήρξαν από κοινού παράγοντες που ενθάρρυναν την ανάπτυξη της λαϊκής εκπαίδευσης. Καθώς προχωρούσε ο 19ος αιώνας, αυξανόταν η τάση για εκπαίδευση των ανθρώπων από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο αλφαβητισμός ήταν απαραίτητος για την απασχόληση και για να επιβιώσει κανείς στον κόσμο και όλο και περισσότεροι γονείς ήταν διατεθειμένοι να δαπανήσουν χρήματα για να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι δεν υπήρχε μια συστηματική μορφή λαϊκής εκπαίδευσης, όπου τα παιδιά μετέβαιναν από το ένα στάδιο στο επόμενο. Η φοίτηση στο σχολείο ήταν συνδεδεμένη με τις συνθήκες που αντιμετώπιζε η οικογένεια. Θα μπορούσε να είναι διακοπτόμενη και εξαρτώμενη από τα διαθέσιμα στη γειτονιά σχολεία. Οι γονείς ενδεχομένως να μην είχαν πάντοτε αρκετά χρήματα, για να πληρώσουν τα δίδακτρα των παιδιών τους ή μπορεί τα παιδιά να αναγκάζονταν να δουλέψουν, για να κερδίσουν το ψωμί τους. Δεν υπήρχαν νόμοι που να επιβάλουν τη φοίτηση, ενώ, ακόμη κι αν υπήρχαν, μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να τίθενται σε ισχύ ή όταν πλέον η σχολική φοίτηση έγινε δωρεάν. Η ενότητα που ακολουθεί περιγράφει την κατάσταση στην Αγγλία από το 19ο αιώνα. Παρόμοιες καταστάσεις έχουν εντοπιστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και έγκυρες συγκρίσεις μπορούν να γίνουν σε σχέση με αυτό το παράδειγμα.
Παροχή βασικής εκπαίδευσης στην Αγγλία από το κράτος
Στην Αγγλία, αν και χρηματικά ποσά είχαν καταβληθεί σε θρησκευτικές κοινότητες και ενορίες για τη σύσταση σχολείων ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, το κράτος καθυστέρησε να αναπτύξει συστηματική χρηματοδότηση. Δεν ήταν παρά μόνο το 1870, που ο Εκπαιδευτικός Νόμος θέσπισε τη λειτουργία σχολείων σε όλες τις ενορίες σε ολόκληρη την Αγγλία και διεξήχθη μεγάλη συζήτηση σχετικά με το είδος της εκπαίδευσης που θα έπρεπε να πληρώνει το κράτος. Μια έρευνα σχετικά με την κατάσταση της λαϊκής εκπαίδευσης ξεκίνησε το 1858 και οι αναφορές το 1861 (Η Έκθεση Νιούκαστλ, The Newcastle Report) δείχνουν ότι οι απόψεις ποίκιλλαν αναφορικά με το βαθμό στον οποίο το κράτος θα έπρεπε να συμμετέχει στην παροχή εκπαίδευσης και, επίσης, αν η εκπαίδευση που παρέχεται από το κράτος θα έπρεπε να είναι πολύ βασική. Τα μέλη της Επιτροπής που συνέταξαν την έκθεση συμφώνησαν με τις ακόλουθες παρατηρήσεις που διατύπωσε ένα από τα βοηθητικά μέλη της επιτροπής, ο Ρεβ Τζέιμς Φράιζερ (Rev James Fraser), ο οποίος δήλωσε ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται να παρέχει σ’ ένα μικρό παιδί, «όλα όσα είναι απαραίτητα αυτό να κατέχει υπό τη μορφή πνευματικών προσόντων μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Αν φρόντισαν σωστά οι δάσκαλοί του στις κατώτερες τάξεις, το παιδί θα είναι σε θέση να συλλαβίζει σωστά τις λέξεις, που κατά κανόνα θα πρέπει να χρησιμοποιεί. Θα διαβάζει μια κοινή αφήγηση - την παράγραφο στην εφημερίδα που ενδιαφέρεται να διαβάσει - με αρκετή ευκολία, ώστε να το απολαμβάνει για τον εαυτό του και να μεταφέρει πληροφορίες στους ακροατές. Αν ζήσει μακριά από το πατρικό του σπίτι, ο ίδιος θα γράφει στη μητέρα του μια επιστολή που θα είναι ευανάγνωστη και κατανοητή. Θα γνωρίζει επαρκώς να αποκωδικοποιεί τα στοιχεία ή να ελέγχει την ορθότητα ενός κοινού λογαριασμού καταστήματος. Αν ακούει μια συζήτηση για ξένες χώρες, θα έχει μια ιδέα για το μέρος του πλανήτη στο οποίο αυτές βρίσκονται. Και αυτό που αποτελεί τη βάση όλων, θα έχει αρκετή εξοικείωση με την Αγία Γραφή, ώστε να παρακολουθεί τις αναφορές και τα επιχειρήματα ενός απλού σαξονικού κηρύγματος και να θυμάται καλά τις αλήθειες που του δίδαξαν στο κατηχητικό, δηλαδή να γνωρίζει ποια είναι τα καθήκοντα που έχει απέναντι στο Δημιουργό του και τον συνάνθρωπο» Maclure, 1965: 75).
Αλληλοδιδακτικά συστήματα παιδαγωγικής
Ο μεγάλος αριθμός παιδιών καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη καθιέρωσης ενός παιδαγωγικού συστήματος, το οποίο θα εξασφάλιζε ότι θα ήταν όλοι σε θέση να διδαχθούν ταυτόχρονα. Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αυτό επιτεύχθηκε κατά το 19ο αιώνα ήταν μέσω του αλληλοδιδακτικού (λανκαστεριανού) συστήματος. (Δείτε τις εικόνες). Κάποια από τα πρώτα αλληλοδιδακτικά σχολεία δημιουργήθηκαν στην Αγγλία. Ο Ιωσήφ Λάνκαστερ (Joseph Lancaster) άνοιξε το Borough Road School στο Λονδίνο το 1798 και περιέγραψε εκτενώς το αλληλοδιδακτικό του σύστημα στο βιβλίο του «Βελτιώσεις στην Εκπαίδευση» (1803). Το σχολείο δίδασκε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, με την προσθήκη εργόχειρων για τα κορίτσια. Δεν υπήρχε θρησκευτική διδασκαλία, αλλά τα παιδιά εκπαιδεύονταν να γίνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας. Το ίδρυμα οργανωνόταν σε τάξεις ικανότητας δέκα περίπου παιδιών, τα οποία είχαν αναλάβει καθήκοντα ελέγχου των άλλων. Οι βοηθοί (monitors) ήταν κάποια από τα πιο προικισμένα ή μεγαλύτερα παιδιά που φοιτούσαν νωρίτερα στη μέρα, για να μάθουν ποια μαθήματα θα έπρεπε να διδαχθούν και να προετοιμάσουν στις τάξεις τους. Υπήρχε ένα πολύπλοκο σύστημα ανταμοιβών για τους βοηθούς, οι οποίοι είχαν επίσης διαφορετικούς ρόλους π.χ. βοηθοί για τις πλάκες, βοηθοί για τα βιβλία, κτλ.
Τα παιδιά διδάσκονταν σε μια ενιαία απλή μεγάλη αίθουσα με θρανία στο κέντρο. Τα θρανία στο μπροστινό μέρος είχαν δίσκους με άμμο και πίσω από αυτά ήταν πιο προχωρημένες τάξεις. Γύρω στους τοίχους της αίθουσας υπήρχαν «σταθμοί», όπου ήταν κρεμασμένα διαφορετικά εκπαιδευτικά όργανα. Ακολουθούσαν μια σειρά στη διδασκαλία: Ο αρχάριος μάθαινε το αλφάβητο αντιγράφοντας σχήματα στην άμμο, καθώς παρατηρούσε ένα γράμμα σε τυπωμένη κάρτα που κρατούσε ψηλά ο βοηθός. Μόλις τα παιδιά κατακτούσαν τη γραφή, σε σειρές εξασκούσαν το γράψιμο σε πλάκες. Μετά από τις πλάκες ερχόταν το γράψιμο σε κάρτες και στη συνέχεια σε βιβλία.
Η αριθμητική διδασκόταν με παρόμοιο τρόπο. Τα παιδιά προχωρούσαν σε κλάσεις, ανάλογα με τη φυσική ικανότητα και την ταχύτητα που επιδείκνυαν στη μάθηση. Τα πιο ικανά παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν από βιβλία που κόβονταν και οι σελίδες τους επικολλούνταν πάνω σε κάρτα. Αυτές οι κάρτες αναρτώνταν και τα παιδιά στέκονταν σε ημικύκλιο για να τις διαβάσουν.
O Λάνκαστερ πίστευε σε θετικές ανταμοιβές και οι λογαριασμοί του δείχνουν πόσα χρήματα δαπανήθηκαν για μια ποικιλία από ανταμοιβές, όπως πορτοφόλια με χαρακτήρες της αλφαβήτου, ασημένιες πένες, παιχνίδια και εκδρομές. Το σύστημά του αντέγραψαν πολλές χώρες της Ευρώπης και το βιβλίο του «Βελτιώσεις στην Εκπαίδευση» μεταφράστηκε στα γαλλικά. Στη Γαλλία αλληλοδιδακτικά συστήματα, τα οποία χρηματοδοτούνταν από το κράτος με 50.000 φράγκα, διαδόθηκαν σε μεγάλες πόλεις. Έως το 1820 υπήρχαν 1500 αλληλοδιδακτικά σχολεία. Τέτοια σχολεία είχαν ιδρυθεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης –στη Σουηδία ιδρύθηκαν περίπου 500 σχολεία έως το 1841 και στη Δανία σχεδόν 300 έως το 1831. Αυτός ο τύπος σχολείου εξαπλώθηκε επίσης και ακόμη πιο μακριά, σε χώρες όπως η Ελβετία, η Ρωσία, ο Καναδάς, η Ισπανία, η Νότια Αμερική και οι ΗΠΑ (Bowen, 1981: 300).
Λογοδοσία
Από τη στιγμή που το κράτος αναμίχθηκε στην χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, υπήρχε ανησυχία για το αν τα χρήματα των φορολογουμένων δαπανoύνταν σωστά. Αυτό με τη σειρά του είχε επιπτώσεις και στην παιδαγωγική που χρησιμοποιούνταν. Στην Αγγλία, στο πλαίσιο του "Αναθεωρημένου Κώδικα", η χρηματοδότηση των σχολείων εξαρτιόταν από την επιτυχία των παιδιών σε ορισμένες εξετάσεις. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν να περιορίσει σημαντικά την παρεχόμενη εκπαίδευση στα παιδιά, δεδομένου ότι οι εκπαιδευτικοί δίδασκαν αποτελεσματικά με κριτήριο τα τεστ, στα οποία τα παιδιά είχαν να εξεταστούν. Μηχανική μάθηση, απομνημόνευση και τιμωρίες για ανυπακοή και έλλειψη προσοχής ήταν οι παιδαγωγικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν, για να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά θα περάσουν αυτά τα τεστ. Επιθεωρητές επισκέπτονταν τα σχολεία σε ετήσια βάση για να εξετάσουν τα παιδιά σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια στην Ανάγνωση, τη Γραφή και την Αριθμητική.
Ο Μάθιου Άρνολντ (Matthew Arnold), ένας από τους σχολικούς επιθεωρητές στην Αγγλία έγραψε στα 1869: «Οι σχολικές εξετάσεις, ενόψει της απόδοσης χρημάτων βάσει των αποτελεσμάτων, είναι, όπως έχω αναφέρει, ένα παιχνίδι μηχανικής επινοητικότητας, το οποίο οι εκπαιδευτικοί οφείλουν όλο και περισσότερο να μάθουν πώς να μας κερδίσουν. Έχει διαπιστωθεί ότι είναι δυνατό, με μια έξυπνη προετοιμασία, τα παιδιά να περάσουν τις εξετάσεις του Αναθεωρημένου Κώδικα στην ανάγνωση, τη γραφή και την κρυπτογράφηση, χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά πώς να διαβάζουν, να γράφουν και να κρυπτογραφούν.
Ας πάρουμε τα συνήθη παραδείγματα: Ένα βιβλίο επιλέγεται στην αρχή του έτους για τα παιδιά ενός ορισμένου επιπέδου. Όλο το χρόνο τα παιδιά διαβάζουν αυτό το βιβλίο ξανά και ξανά και κανένα άλλο. Όταν έρχεται ο επιθεωρητής, παρουσιάζονται για να διαβάσουν σε αυτό το βιβλίο: Μπορούν να διαβάζουν την πρότασή τους με αρκετή ευχέρεια, αλλά δεν μπορούν να διαβάσουν με ευχέρεια οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. Ωστόσο, το γράμμα του νόμου ικανοποιείται, και όσο δεσμευόμαστε να καθορίσουμε με το ίδιο γράμμα του νόμου τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται, προκειμένου να κερδίσουν επιχορηγήσεις, τόσο περισσότερο οι διευθυντές και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να μας διαθέσουν αυτό το γράμμα» (Hyndman, 1978: 31).
Ανάγνωση |
Γραφή |
Αριθμητική |
|
---|---|---|---|
Κριτήριο 1 |
Αφήγηση σε μονοσύλλαβες λέξεις |
Σχηματισμός με το χέρι, σε μαυροπίνακα ή αβάκιο, με υπαγόρευση, γραμμάτων, κεφαλαίων και πεζών |
Σχηματισμός σε μαυροπίνακα, με υπαγόρευση, των στοιχείων μέχρι και το 20. Βλέπουν και αναφέρουν στοιχεία έως και το 20 . προσθέτουν και αφαιρούν στοιχεία μέχρι και το 10, προφορικά, από τα παραδείγματα στον πίνακα |
Κριτήριο 2 |
Μία από τις αφηγήσεις που ακολουθούν στη σειρά, μετά τα μονοσύλλαβα, σε ένα αναγνωστικό δημοτικού που χρησιμοποιείται στο σχολείο. |
Αντιγραφή σε χειρόγραφους χαρακτήρες μιας γραμμής εντύπου. |
Ένα ποσό σε απλή πρόσθεση ή αφαίρεση, και ο πίνακας πολλαπλασιασμού. |
Κριτήριο 3 |
Μια σύντομη παράγραφος από ένα αναγνωστικό δημοτικού που χρησιμοποιείται στο σχολείο |
Μια πρόταση από την ίδια παράγραφο, που διαβάζεται αργά μια φορά και έπειτα υπαγορεύεται σε μεμονωμένες λέξεις |
Ένα ποσό με οποιοδήποτε απλό κανόνα στο μέτρο μικρής διαίρεσης (συμπεριλαμβανομένης) |
Κριτήριο 4 |
Μια σύντομη παράγραφος από ένα πιο απαιτητικό αναγνωστικό βιβλίο που χρησιμοποιείται στο σχολείο. |
Μια πρόταση που υπαγορεύεται αργά μια φορά, με λίγες λέξεις σε μια περίοδο, από το ίδιο βιβλίο, αλλά όχι από την παράγραφο που αναγνώστηκε |
Ένα ποσό σε σύνθετους κανόνες (χρήματα) |
Κριτήριο 5 |
Λίγοι ποιητικοί στίχοι από ένα αναγνωστικό βιβλίο που χρησιμοποιείται στην πρώτη τάξη του σχολείου |
Μια πρόταση που υπαγορεύεται αργά μια φορά, με λίγες λέξεις σε μια περίοδο, από ένα αναγνωστικό βιβλίο που χρησιμοποιείται στην πρώτη τάξη του σχολείου |
Ένα ποσό σε σύνθετους κανόνες (κοινά μέτρα και σταθμά) |
Κριτήριο 6 |
Μια μικρή τυπική παράγραφος σε μια εφημερίδα ή άλλη σύγχρονη αφήγηση. |
Μια μικρή τυπική παράγραφος σε μια εφημερίδα ή άλλη σύγχρονη αφήγηση, που υπαγορεύεται αργά μια φορά με λίγες λέξεις σε μια περίοδο. |
Ένα ποσό στην πράξη λογαριασμών ή δεμάτων |
Παιδαγωγική για την υποστήριξη του πατριωτισμού και της εθνικής ταυτότητας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών σχολείων του 19ου αιώνα ήταν η διαμόρφωση μιας παιδαγωγικής που αποσκοπούσε να σχηματίσει εθνικές ταυτότητες και να υπηρετήσει το κράτος. Αλφαβητάρια και σχολικά βιβλία πρόσφεραν στα παιδιά εθνικές αφηγήσεις.
Υπήρχε μια εντεινόμενη χρήση των κυρίαρχων γλωσσών ως μέσων διδασκαλίας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, απαγορευόταν να ομιλείται η βρετονική γλώσσα στα σχολεία, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μείωση του αριθμού των ατόμων που μπορούσαν να μιλήσουν βρετονικά. Στην Ουαλία, η ουαλόφωνοι είχαν κρεμασμένη γύρω από το λαιμό τους μια ξύλινη επιγραφή που έγραφε «Όχι Ουαλικά», εάν μιλούσαν Ουαλικά στο σχολείο (βλέπε εικόνα).