Σύνδεση

Διδακτική ενότητα: Παγκοσμιοποίηση και εκπαίδευση
Πού απευθύνεται: Καταρτιζόμενοι εκπαιδευτικοί

Η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την ανταλλαγή αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, γνώσεων και πληροφοριών μεταξύ των χωρών. Είναι μια διαδικασία που οδηγεί σε μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση. Η παγκοσμιοποίηση καθιστά τον κόσμο πιο διαπερατό στην ανταλλαγή ιδεών και μας ενημερώνει για τις αλλαγές, όπου και όποτε αυτές συμβαίνουν. Είναι μια δυναμική, οργανική έννοια. Είναι μια διαδικασία που απαιτεί από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς την ικανότητα να δεχθούν την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο. Απαιτεί την ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. H παγκοσμιοποίηση αξιώνει από τους εκπαιδευτικούς νέες δεξιότητες πάνω στη διαχείριση ευαίσθητων θεμάτων. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη μεταβίβαση αξιών και στην ταχεία πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών.

Τον 21ο αιώνα η εκπαίδευση βίωσε μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης, πράγμα που έκανε τα εκπαιδευτικά συστήματα να αποκτήσουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή η ομοιότητα οφείλεται, πιο συγκεκριμένα, στις δομικές πλευρές των συστημάτων αυτών, χωρίς να εκτείνεται, ως εκ τούτου, σε ζητήματα παιδαγωγικής, όπου εξακολουθεί να διεξάγεται μια παλαιά αλλά ζωηρή συζήτηση μεταξύ των εναλλακτικών παραδειγμάτων της παραδοσιακής και της προοδευτικής παιδαγωγικής. Ως προς το θέμα των δομικών πλευρών των εκπαιδευτικών συστημάτων, προέκυψε το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης της γραφειοκρατικής οργάνωσης ενός σχολείου δομημένου ανά ηλικιακές ομάδες, στο οποίο η πρόοδος σημειώνεται με βάση την προαγωγή του μαθητή στα εκπαιδευτικά επίπεδα και είναι διαρκώς παρούσα την πιστοποίηση  των γνώσεων και δεξιοτήτων του.

Στον τομέα της παιδαγωγικής, μπορούμε να αναφερθούμε σε δύο διαφοροποιημένα παραδείγματα που διαμορφώθηκαν από την παραδοσιακή παιδαγωγική, από τη μία πλευρά, και από την προοδευτική παιδαγωγική, από την άλλη. Η παραδοσιακή παιδαγωγική συγκροτείται από «παιδαγωγικές θεωρίες που υποστηρίζουν την άμεση διδασκαλία, την αυστηρή πειθαρχία στην τάξη, την προαγωγή μεταξύ των τάξεων με βάση μαθήματα και εξετάσεις. τα μαθήματα έχουν προκαθορισμένα περιεχόμενα και διδάσκονται χωριστά το ένα από το άλλο» (Spring, 2008a). Η προοδευτική παιδαγωγική από την άλλη πλευρά διαμορφώνουν «οι θεωρίες που δίνουν έμφαση στη μάθηση μέσω της πράξη, στη διδασκαλία που βασίζεται στα ενδιαφέροντα και τις δραστηριότητες του μαθητή, στην άτυπη, αυτορυθμιζόμενη οργάνωση της τάξης, στην ομαδική εργασία. και σε ένα ενοποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα, στο οποίο μια μαθησιακή δραστηριότητα προσφέρει συνθετικά ένα σύνολο θεμάτων όπως ανάγνωση, επιστήμη, ιστορία, μαθηματικά και γεωγραφία» (Spring, 2008b). Τα μοντέλα της παραδοσιακής εκπαίδευσης συνήθως συνδέονται με τη λειτουργία της εκπαίδευσης ως μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου, καθώς προσπαθούν να διαιωνίσουν και να αναπαραγάγουν τις αρετές, τις γνώσεις και την πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά της παράδοσης. Από την άλλη πλευρά, τα μοντέλα της προοδευτικής εκπαίδευσης σχετίζονται με την λειτουργία της εκπαίδευσης ως δυναμικού παράγοντα κοινωνικής αλλαγής, καθώς στόχος τους είναι να προετοιμάσουν τους μαθητές να επηρεάσουν ενεργά και να τροποποιήσουν την κατεύθυνση των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων.

Στη διάρκεια διαφορετικών δεκαετιών έχουν γίνει προσπάθειες ρήξης με το επίσημο παράδειγμα στην εκπαίδευση. Υπό αυτή την έννοια, διαφορετικές μορφές προοδευτικής εκπαίδευσης εκφράστηκαν σε μοντέλα που ήρθαν σε αντιπαράθεση με την παραδοσιακή εκπαίδευση και τις υποτιθέμενες υπηρεσίες της στο έθνος-κράτος και τη βιομηχανία. Έτσι, στη Νότια Αμερική, ο Πάουλο Φρέιρε (Paulo Freire) τάχθηκε υπέρ της χρήσης μιας διαλογικής μεθόδου, προκειμένου να επιτρέψει στους ανθρώπους να απελευθερωθούν από τον ιδεολογικό έλεγχο του έθνους-κράτους και της εκβιομηχάνισης, και να συμβάλει στη δημιουργία νέων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων.

Ενώ είναι βέβαιη μια θεωρητική σχέση μεταξύ των διαφορετικών μοντέλων παιδαγωγικής και συγκεκριμένων κοινωνικών λειτουργιών της εκπαίδευσης, η ιστορική πραγματικότητα δείχνει την εναλλακτική χρήση των διαφορετικών παιδαγωγικών μοντέλων από την ίδια χώρα με απολύτως ταυτόσημους τους οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους της. Αυτό υποδηλώνει ότι στην ουσία τα παραδείγματα εναλλακτικών παιδαγωγικών δε συνδέονται με πολιτικές ιδεολογίες. Ως παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε, από τη μια πλευρά, τη χρήση προοδευτικών παιδαγωγικών μεθόδων στη Σοβιετική Ένωση μετά την Επανάσταση του 1917 που προορίζονταν για την ενίσχυση του «εκρωσισμού» και την ευαισθητοποίηση των εργαζομένων στο πολυτεχνικό σχολείο και, από την άλλη αργότερα, τη χρήση παραδοσιακών παιδαγωγικών μεθόδων, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό τυποποιημένες και με αυστηρή πειθαρχία στην ίδια χώρα στο σταλινικό σχολείο, που σχεδιάστηκε για την επίτευξη των ίδιων αυτών στόχων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της παραδοσιακής και της προοδευτικής παιδαγωγικής εξακολουθεί να υπάρχει στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι οι δυτικές πολιτικές τάσεις στη λεγόμενη από κάποιους ακαδημαϊκούς «μεταμοντέρνα» εποχή φαίνεται να ευνοεί και να ενθαρρύνει καινοτόμες και ρεφορμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές, οι παιδαγωγικές πρακτικές που ακολουθούνται από ορισμένες χώρες, όπως η Φινλανδία και η Νότια Κορέα, υπερασπίζονται την αξία των εκπαιδευτικών γνωρισμάτων της παραδοσιακής παιδαγωγικής. Η Φινλανδία διαθέτει ένα ενιαίο σχολείο υπό συντηρητικούς εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αναπτύσσουν παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Στη Νότια Κορέα, η εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από την κληρονομιά του κομφουκιανισμού, η οποία στο πλαίσιο της εκπαίδευσης δείχνει τυπικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού εκπαιδευτικού παραδείγματος, όπως το ισχυρό status του δασκάλου, τη σχολική εργασία με βάση το περιεχόμενο και τις εξετάσεις (και όχι τη διαδικασία) και έμφαση στην απομνημόνευση. Αυτές οι δύο επιτυχείς χώρες έχουν δείξει ότι η εκπαιδευτική παράδοση έχει αποδείξει ότι διαθέτει έγκυρα στοιχεία, τα οποία δεν πρέπει να τροποποιηθούν από νεοπαγή εκπαιδευτικά παραδείγματα ή παροδικές παιδαγωγικές μόδες.

Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα η αντιπαράθεση μεταξύ των εναλλακτικών παραδειγμάτων της φορμαλιστικής και της προοδευτικής παιδαγωγικής συνεχίζεται ζωηρά, όπως πριν από μερικές δεκαετίες. Ορισμένοι ειδικοί ακαδημαϊκοί φαίνεται να υποστηρίζουν τις αρχές της προοδευτικής παιδαγωγικής (Crook, 2011). κάποιοι άλλοι φαίνεται να εκθειάζουν τις αρετές που συνάγονται από τις αρχές και τα μέσα της παραδοσιακής παιδαγωγικής (García Ruiz, 2010). Ανέκαθεν υπήρξαν καταχρήσεις στις παιδαγωγικές πρακτικές και των δύο προσεγγίσεων. Μπορώ να αναφέρω τα παραδείγματα του σκανδάλου του σχολείου Tyndale, ως κατάχρηση της προοδευτικής προσέγγισης της παιδαγωγικής στη Βρετανία, και επίσης την ταινία «Η κακή εκπαίδευση» του Ισπανού σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδοβάρ (Pedro Almodovar), ως παράδειγμα της κατάχρησης των πρακτικών της παραδοσιακής παιδαγωγικής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο.

Στην προοδευτική εκδοχή του Παιδαγωγικού Παραδείγματος έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση από τη διαδικασία της Μπολόνια. Στην πραγματικότητα, η έκθεση «Τάσεις V» της Ένωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, η οποία, σε σημαντικό βαθμό, ενημερώνει για τη διαδικασία της Μπολόνια, αναφέρει ότι «η πιο σημαντική κληρονομιά της διαδικασίας θα είναι η αλλαγή του εκπαιδευτικού προτύπου σε ολόκληρη την ήπειρο» (Crosier, Purser and Smidt, 2007: 7). Οι συγγραφείς της μιλούν για μια «μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» λόγω της διαδικασίας της Μπολόνια (Sursock & Smidt, 2010: 15). Έτσι, ξεκινώντας από το ανακοινωθέν του Λονδίνου του 2007, αυτό και τα τελευταία έγγραφα που αφορούν τη Διαδικασία Μπολόνια 1 επιμένουν για «τη μετάβαση προς μία ανώτατη εκπαίδευση µε επίκεντρο τον σπουδαστή και την απομάκρυνση από μια παροχή καθοδηγούμενη από τους διδάσκοντες» (AA.VV., 2007: 15), ακόμη και αν, από θεωρητική άποψη, δεν είναι καθόλου σαφές ποιο από τα παιδαγωγικά παραδείγματα (παραδοσιακό ή προοδευτικό) είναι καλύτερο, ακόμα κι αν υπάρχουν ηχηρές περιπτώσεις επιτυχίας, όπως η Φιλανδία και η Νότια Κορέα.

Η διαδικασία της Μπολόνια είναι μια εξαιρετική βάση για τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και μάλιστα μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Μια τέτοια συνεργασία απαιτεί διάλογο και ανταλλαγή των ιδεών πάνω στα ζητήματα των εισροών και των αποτελεσμάτων. Χωρίς αυτή την ανταλλαγή, η διαδικασία της Μπολόνια διατρέχει τον κίνδυνο απλά να επικυρώσει δομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς σκοπό. Η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι μέρος της διαδικασίας της Μπολόνια.

Όταν το πρόγραμμα Erasmus ξεκίνησε το 1987, ο στόχος ήταν να αυξηθεί η κινητικότητα των φοιτητών από το 1% στο 10%. Η κινητικότητα των φοιτητών αυξάνει τον διαπολιτισμικό διάλογο και εάν μέρος της αποστολής της διαδικασίας της Μπολόνια είναι να «μάθουμε να ζούμε μαζί χωρίς διαχωριστικές γραμμές», η πρόσφατη υιοθέτηση από την Ένωση Ευρωπαίων Φοιτητών ως δείκτη φοιτητικής κινητικότητας το 20%, είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Η έμφαση που δίνεται σήμερα στην ευρωπαϊκή κινητικότητα μπορεί να συγκριθεί με την κινητικότητα των φοιτητών στο Μεσαίωνα.

Ένας από τους έξι αρχικούς στόχους της διαδικασίας της Μπολόνια και της εναρμόνισης του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ανώτατης Εκπαίδευσης ήταν η καθιέρωση ενός συστήματος μεταφερόμενων πιστωτικών μονάδων. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Ακαδημαϊκών Μονάδων (ECTS)1, που καθιστά τη διδασκαλία και τη μάθηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πιο διάφανη σε όλη την Ευρώπη και διευκολύνει την αναγνώριση όλων των σπουδών, έχει πλέον καθιερωθεί. Το σύστημα επιτρέπει τη μεταφορά μαθησιακών εμπειριών μεταξύ διαφορετικών ιδρυμάτων, μεγαλύτερη κινητικότητα των φοιτητών και μεγαλύτερη ευελιξία στις διαδρομές για την απόκτηση τίτλων σπουδών. Βοηθά, επίσης, στο σχεδιασμό του προγράμματος σπουδών και τη διασφάλιση της ποιότητας.

Η κατάταξη των χωρών που έχει προκύψει από τις διάφορες μελέτες του PISA2 που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, έχει οδηγήσει σε μια ανάλυση των επικρατούντων παιδαγωγικών παραδειγμάτων στις πιο προβεβλημένες από το PISA χώρες, οι οποίες θεωρούνται πλέον πως διαθέτουν αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα και εργαστήρια αναφοράς, όπως η Φιλανδία, η Νότια Κορέα ή η Αυστραλία 


1http://ec.europa.eu/education/ects/ects_el.htm

2http://www.iep.edu.gr/pisa/