Σύνδεση

Διδακτική ενότητα: Τα πρώτα πανεπιστήμια
Πού απευθύνεται: Καταρτιζόμενοι εκπαιδευτικοί

Τα πρώτα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο Μεσαίωνα και οι ρίζες τους μπορούν να θεωρηθούν πανευρωπαϊκές. Για τους περισσότερους ανθρώπους στην περίοδο του Μεσαίωνα, η πραγματικότητα ήταν ως επί το πλείστον τοπική. Για μια ελίτ όμως υπήρξε ευρωπαϊκή. Το πρόγραμμα σπουδών (curriculum) το οποίο μελετούνταν στα πρώτα πανεπιστήμια ήταν το ίδιο σε όλη την Ευρώπη και ήταν διεπιστημονικό ή «οικουμενικό». Πέρα από ικανότητες, οι οποίες βασίζονταν σε ειδικές γνώσεις, τα πανεπιστήμια ανέπτυξαν γενικές ή εγκάρσιες ικανότητες, όπως η αναλυτική ικανότητα, δεξιότητες επικοινωνίας, ερευνητικές δεξιότητες, ικανότητες λήψης αποφάσεων κτλ. (Gonzales & Wagner, 2005). Τα μεγάλα κέντρα μάθησης έγιναν χώροι που ενθάρρυναν "μια μελέτη του σύμπαντος κόσμου σε ένα σύμπαν μελετών" (Alum, 2010). Οι άνθρωποι διάβαζαν σε μια κοινή γλώσσα, τη Λατινική, και όχι στις τοπικές γλώσσες τους, ενώ τα πανεπιστήμια κατάφεραν να ενοποιήσουν τον κόσμο σε μια ατμόσφαιρα μάθησης χωρίς σύνορα ή διαχωριστικές γραμμές. Τα πτυχία που απονέμονταν αναγνωρίζονταν από όλα τα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια -κάτι που έδινε τη δυνατότητα στους απόφοιτους να σπουδάζουν σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο στην Ευρώπη.

Υπήρχε οικουμενικότητα των σπουδών και οικουμενικότητα της γεωγραφίας και των πολιτισμών. Οι μελετητές και οι δάσκαλοι μετακινούνταν, με αποτέλεσμα να υπάρχει την ίδια στιγμή μεγάλη ποικιλομορφία μέσα στην ενότητα: ποικιλομορφία στις δομές, στην προέλευση εκπαιδευτικών και φοιτητών, στις κοινότητες και στους τόπους μάθησης και σταδιακά στις προοπτικές και στις απόψεις που αναπτύσσονταν σε κάθε πανεπιστήμιο. Τόσο οι φοιτητές όσο και οι καθηγητές ταξίδευαν από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο και έτσι η εκπαίδευση βασίστηκε σε μια συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ ακαδημαϊκού προσωπικού και φοιτητών. Οι λόγιοι αναλάμβαναν την υποχρέωση της 'peregrinatio academica', μιας περιήγησης από τη μία έδρα διδασκαλίας στην άλλη σα να επρόκειτο για προσκυνηματικό ταξίδι. Τα πανεπιστήμια προσδιορίζονταν από την "οικουμενικότητα" και τη δέσμευση στην ευρύτητα του πνεύματος και στο άνοιγμα στον κόσμο. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προσωποπαγείς έδρες διέφεραν από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, ενώ και σημαντικές εξελίξεις δρομολογούνταν κάθε φορά που ένα πανεπιστήμιο διακρινόταν σε ορισμένους τομείς. Οι πόλεις που φιλοξένησαν σημαντικά πανεπιστήμια έγιναν γνωστές ως ειδικά κέντρα και τόποι.

Στον 11ο και 12ο αιώνα τα πρώτα πανεπιστήμια, όπως του Παρισιού, της Μπολόνια και της Οξφόρδης, ιδρύθηκαν μέσα από την αυθόρμητη ένωση καθηγητών και σπουδαστών. Σε γενικές γραμμές αναπτύχθηκαν δύο πρώιμα μοντέλα: Το μοντέλο της Μπολόνια, όπου οι σπουδαστές επέλεγαν τους καθηγητές και τους στήριζαν οικονομικά και το μοντέλο του Παρισιού, στο οποίο το πανεπιστήμιο εποπτευόταν από ένα σωματείο καθηγητών. Πολυάριθμα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν το 13ο αιώνα, ορισμένα από αυτά αυτόνομα και άλλα ως απόρροια μεταναστεύσεων από ήδη υπάρχοντα πανεπιστήμια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σπουδαστές και καθηγητές εγκατέλειπαν το πανεπιστήμιό τους, για να συστήσουν κάποιο άλλο σε ένα νέο τόπο. Τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις του Κέιμπριτζ, το οποίο δημιουργήθηκε από τη μετανάστευση ακαδημαϊκών της Οξφόρδης, της Ορλεάνης από το Παρίσι και της Φλωρεντίας από την Μπολόνια. Σε άλλες περιπτώσεις, νέα πανεπιστήμια ιδρύονταν από κυβερνήσεις ή από την εκκλησία. Η Νάπολη και η Σαλαμάνκα είναι αντίστοιχα παραδείγματα.

Στον 14ο και 15ο αιώνα αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε και η γεωγραφική διασπορά των πανεπιστημίων επεκτάθηκε για να περιλάβει τη βόρεια Ευρώπη και ειδικότερα τη Σκανδιναβία, τη νοτιοανατολική και την κεντρική Ευρώπη. Τόσο η αστικοποίηση όσο και η αυξανόμενη δύναμη των φεουδαλικών μοναρχιών ενδυνάμωσε την επιθυμία των πόλεων να αποκτήσουν η καθεμιά το δικό τους πανεπιστήμιο. Τα πανεπιστήμια σε αυτή την περίοδο πέτυχαν να λειτουργήσουν ως παράγοντες διαμεσολάβησης μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, παρά την εμφάνιση σχισμάτων στην πολιτική και τη θρησκεία. Το κύριο στοιχείο αυτής της γεφύρωσης στην Ευρώπη υπήρξαν οι ανθρωπιστικές σπουδές ('studia humanitatis') και η βασική αρχή ήταν ο διάλογος. διάλογος με τους πνευματικούς εταίρους και διάλογος με το παρελθόν.

Η επέκταση του θεσμού των πανεπιστημίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μελέτη της σταδιακής ενοποίησης της πνευματικής ζωής της Ευρώπης του ύστερου Μεσαίωνα, καθώς άνοιξε το δρόμο για την έλευση της Αναγέννησης και, στη συνέχεια, της λεγόμενης Δημοκρατίας των Γραμμάτων της πρώιμης νεωτερικότητας. Τα πανεπιστήμια συγκροτήθηκαν τα ίδια σε δημοκρατίες των γραμμάτων, των οποίων τα μέλη αντάλλασσαν χιλιάδες επιστολές που διαπερνούσαν τα ομολογιακά και πολιτικά σύνορα των κρατών.

Η θεώρηση συγκεκριμένων τόπων ως πυρήνων για την εξήγηση πτυχών της ιστορίας της εκπαίδευσης θα μπορούσε να είναι ένας καλός τρόπος αντίληψης της Ευρώπης ως ενός χώρου όπου έλαβαν χώρα ανταλλαγές γνώσεων, αλληλεπιδράσεις ιδεών και φορέων, οι οποίες με τη σειρά τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής κουλτούρας{ref}Για μια πληρέστερη αναφορά στην ανάπτυξη ενός κοινού ευρωπαϊκού κανόνα, βλ. το κείμενο του Dr Carlo Cappa: Εκπαίδευση: περιοχές, συζητήσεις, σκέψεις για μια τοπογραφία των κινημάτων ιδεών.{/ref} .

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η Ακαδημία της Κρακοβίας στην Πολωνία. Ιδρυμένη με τη συγκατάθεση του πάπα από τον πολωνό βασιλιά Κασιμίρ (Casimir) τον Μεγάλο, η Ακαδημία ακολούθησε δυτικά μοντέλα διδασκαλίας προσφέροντας μαθήματα ελευθέρων τεχνών, ιατρικής, κανονικού και ρωμαϊκού δικαίου, αστρονομίας και θεολογίας. Στο σύνολό της, η πνευματική ελίτ της Πολωνίας του 14ου και 15ου αιώνα και πολλοί ξένοι από τη Λιθουανία, τη Ρωσία, την Ουγγαρία, τη Βοημία και τη Γερμανία (οι ξένοι φοιτητές αποτελούσαν μέχρι και το 40% του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού) εκπαιδεύτηκαν εδώ. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος (Nicolas Copernicus) είναι ένα διάσημο παράδειγμα. Γλώσσα διδασκαλίας ήταν η Λατινική.

Μερικά άλλα σημαντικά παραδείγματα, άξια μελέτης είναι η Κόρδοβα από το 10ο έως το 12ο αιώνα, η Φλωρεντία του 15ου αιώνα, η Γενεύη και το Λέιντεν το 16ο αιώνα και η Ζυρίχη το 17ο αιώνα. Παρακάτω δίνονται ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την Κόρδοβα και τη Φλωρεντία.

Η Κόρδοβα από το 10ο έως το 12ο αιώνα

Καθ’ όλη τη διάρκεια των 10ου, 11ου και 12ου αιώνων, η ισλαμική Κόρδοβα, πρωτεύουσα του Χαλιφάτου, εμφανίζεται ως ένα από τα πιο λαμπρά πολιτιστικά κέντρα εκείνης της εποχής. Χάρη στα εκπαιδευτικά κέντρα της Κόρδοβας, πολλά από τα κλασικά έργα, που νωρίτερα είχαν διασωθεί στις πόλεις της ανατολικής Μεσογείου, έφτασαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο  Αβερρόης (Averroes) ήταν μεταξύ των πιο σημαντικών πνευματικών μορφών του Ισλάμ εκείνης της περιόδου. Ήταν γνωστός στη χριστιανική Ευρώπη ως «σχολιαστής», επειδή μετέφρασε και διέδωσε τα έργα των κλασικών φιλοσόφων. Στο έργο του "Σχόλια στον Αριστοτέλη" (1180), ο Αβερρόης επεξεργάζεται, φράση με φράση, το σώμα κειμένων του Αριστοτέλη. Σχολίασε επίσης και το κλασικό έργο του Πλάτωνα "Πολιτεία".

Ο Αβικέννας (Avicenna), ο οποίος ήταν γιατρός, φιλόσοφος και επιστήμονας, έγραψε περίπου 450 έργα για την ιατρική και τη φιλοσοφία. Ο Αβικέννας θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής λόγω των βιβλίων του "Ο Κανών της Ιατρικής" και "Το Βιβλίο της Θεραπείας", στα οποία κατέγραψε τις ιατρικές ανακαλύψεις της εποχής του. Ο ποιητής Ιμπν Αμπντ Ραμπί (Ibn Abd Rabbi), ο ιστορικός Αλ Ραζί (Al Razi) και ο μαθηματικός Μαϋριτί (Mayriti) διακρίθηκαν, επίσης, στα αντίστοιχα πεδία. Τα έργα τους επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο του πολιτισμού της εποχής τους. Η Σχολή Μεταφραστών στο Τολέδο, ένα ακαδημαϊκό κέντρο που ιδρύθηκε από τον χριστιανό βασιλιά Αλφόνσο τον 10ο (Alfonso X), συνέβαλε τα μέγιστα στη διαδικασία ακαδημαϊκού εμπλουτισμού του χριστιανικού κόσμου από τον αραβικό πολιτισμό. Κατά τη διάρκεια των 12ου και 13ου αιώνων, πολλές επιστημονικές εργασίες από τον αραβικό κόσμο μεταφράστηκαν από τα αραβικά και τα εβραϊκά στα λατινικά και τις ρωμανικές γλώσσες.

Η Φλωρεντία του 15ου αιώνα

Η πολιτιστική αφύπνιση που σήμερα ονομάζουμε Αναγέννηση ξεκίνησε στην Ιταλία. Το βασικό της πλαίσιο ήταν η περιοχή της Τοσκάνης και η πόλη της Φλωρεντίας. Η Ιταλία διατήρησε πολλά κειμήλια της κλασικής αρχαιότητας, έργα Ελλήνων και Ρωμαίων που θεωρούνταν το απόγειο των ανθρώπινων επιτευγμάτων. Λόγιοι από το Βυζάντιο, όπως ο Βησσαρίων και ο Λάσκαρης, δίδαξαν ελληνικά και ίδρυσαν ακαδημίες στη Φλωρεντία. Η φιλοσοφία της Αναγέννησης ήταν γνωστή ως Ανθρωπισμός. Ενώ ο Μεσαίωνας είχε θέσει το Θεό και το μεταφυσικό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, η Αναγέννηση εστίασε στον άνθρωπο και στον ορατό κόσμο. Η αλλαγή αυτή επηρέασε την ακαδημαϊκή σκέψη και έρευνα. Η μελέτη των κλασικών κειμένων πλέον μετατοπίστηκε από το επίπεδο της γλώσσας στη μελέτη των κλασικών αξιών. Η ανθρώπινη φύση απέκτησε πρωταρχική σημασία για τους μελετητές, οι οποίοι την αντιμετώπιζαν με βλέμμα αισιοδοξίας, καθώς το ανθρώπινο είδος θεωρήθηκε φύσει καλό. Ταυτόχρονα, ο Ανθρωπισμός διέδωσε την ιδέα της ατομικής ελευθερίας.

Η σχέση μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης αντικατοπτριζόταν στο ενδιαφέρον για την επιστήμη και στην αναζήτηση για την καθολική γνώση. Η γνώση αυτή δεν ήταν πλέον το προνόμιο ενός περιορισμένου αριθμού διανοουμένων, αλλά με τη βοήθεια της τυπογραφίας μπορούσε τώρα να διαχέεται σε ένα ευρύτερο κοινό. Οι ανθρωπιστές έκαναν έκκληση για μεταρρυθμίσεις στην εκκλησία και ταυτόχρονα καθιέρωσαν νέες μορφές πνευματικής ζωής. Έναν αιώνα νωρίτερα ο ολλανδός λόγιος Έρασμος (Erasmus) , ο οποίος θεωρούσε το σύνολο της Ευρώπης ως σπίτι του, έκανε έκκληση για μια πιο προσωπική θρησκεία. Υποστήριξε την ανοχή και άσκησε πίεση για τη χρήση των ζωντανών γλωσσών, ώστε να καταστεί ο Χριστιανισμός προσιτός στους απλούς ανθρώπους.