Διδακτική ενότητα: Η διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης
Πού απευθύνεται: Λύκειο
Κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα οι εθνικές κυβερνήσεις εισήγαγαν πολλές αλλαγές στα σχολεία. Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη αποφάσισαν ότι όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο σε μια ορισμένη ηλικία, η οποία είχε αυξηθεί σταδιακά. Η σχολική εκπαίδευση δεν ήταν εκτεταμένη· το αναλυτικό πρόγραμμα της στοιχειώδους εκπαίδευσης περιελάμβανε μόνο την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική. Η θρησκευτική εκπαίδευση ήταν επίσης υποχρεωτική στις περισσότερες χώρες. Στις αρχές του 20ου αιώνα τα περισσότερα παιδιά φοιτούσαν μόνο στο δημοτικό σχολείο. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στις περισσότερες χώρες προσφερόταν επί πληρωμή, με τη ζήτηση για τις δωρεάν θέσεις να ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά. Το επίπεδο του προσωπικού ήταν ποικίλο με, κατά κανόνα, λιγότερο από το ήμισυ του συνόλου των καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να είναι εκπαιδευμένοι. Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα εκπαιδευτικά τέλη για τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καταργήθηκαν μόλις το 1944, όταν εισήχθη μια κοινή διάκριση μεταξύ Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην ηλικία των 11 ετών. Την ίδια περίοδο, το όριο υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης αυξήθηκε στην ηλικία των 15 ετών.
Παρά το γεγονός ότι κατά το 19ο αιώνα οι εκκλησίες παρέμειναν οι κύριοι φορείς εκπαίδευσης, οι κυβερνήσεις παρείχαν όλο και περισσότερα σχολεία και εκπαιδευτικούς. Τα παιδιά της εργατικής τάξης, του αγροτικού πληθυσμού και τα κορίτσια αυξάνονταν εντυπωσιακά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ολόκληρης της δυτικής Ευρώπης καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα, ένας γαλλικός νόμος του 1882 απαιτούσε σχολική εκπαίδευση για όλα τα αγόρια και τα κορίτσια ηλικίας μεταξύ 6 και 13 ετών. Ως αποτέλεσμα, τα ποσοστά αλφαβητισμού στη Γαλλία για το σύνολο του πληθυσμού, ανδρών και γυναικών, είχαν αυξηθεί από 60% το 1870 στο 95% το 1900.
Οι περισσότερες χώρες έχουν πλέον ορίσει την ελάχιστη ηλικία κατά την οποία οι μαθητές αποχωρούν από το σχολείο προκειμένου να εργαστούν με πλήρες ωράριο, επιτρέποντας έτσι την ομαλή μετάβαση από την εκπαίδευση στην εργασία, ενώ λίγες χώρες την έχουν ορίσει ελάχιστα κάτω από την ηλικία κατά την οποία κάποιος επιτρέπεται να εργαστεί.
Δια Βίου Μάθηση
"Η μάθηση και η ζωή είναι αδιαχώριστες"· αυτό υποστήριξε ο John Dewey, και περισσότερο από έναν αιώνα μετά, η επιμονή του σε αυτήν την αλλαγή παραδείγματος ενδέχεται να αποδώσει καρπούς. Το νέο παράδειγμα όμως παρουσιάζει μια πολυπλοκότητα ορολογίας και εννοιών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Υπάρχουν μέχρι και δεκαοκτώ παρόμοιοι όροι που χρησιμοποιούνται σε πολιτικές ομιλίες και ακαδημαϊκές συζητήσεις για να περιγράψουν το σύνολο των θεωριών που ενυπάρχουν μέσα στο νέο παράδειγμα: συνεχής εκπαίδευση, επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση, εκπαίδευση ενηλίκων, εκπαίδευση για όλους, συνεχιζόμενη εκπαίδευση, άτυπη εκπαίδευση, δια βίου εκπαίδευση κ.ά. Όλοι αυτοί οι όροι έχουν χρησιμοποιηθεί για να δηλώσουν την παροχή μιας μορφής εκπαίδευσης, είτε για λόγους επαγγελματικής εξέλιξης είτε για αναψυχή, μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής επίσημης σχολικής εκπαίδευσης. Αναμφίβολα, καθένας από αυτούς τους όρους περιέχει συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις που συνδέονται με ειδικότερους κοινωνικο-εκπαιδευτικούς τομείς ανάλυσης.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ υπάρχει σαφής και ομόφωνη υποστήριξη της ρητορικής αυτού του παραδείγματος, πολλές κυβερνήσεις ελάχιστα έχουν ενισχύσει πρωτοβουλίες στον τομέα της δια βίου μάθησης.
Ωστόσο, ακόμη και αν έχει επιτευχθεί, ή εμφανίζεται να έχει επιτευχθεί, μια καθολική δημοκρατική πρόσβαση στην τυπική εκπαίδευση, καταγράφεται επίσης δυσαρέσκεια και πρόωρη σχολική εγκατάλειψη. Είναι, επομένως, πιθανό αυτή η κρίση να μη σχετίζεται με την οργάνωση ή με την ποσότητα των εκπαιδευτικών παροχών, αλλά να είναι μάλλον μια κρίση παραδείγματος, παράλληλη με κρίσεις που σημειώθηκαν στις φυσικές επιστήμες, όταν πρόοδος επιτεύχθηκε μόνο όταν άλλαξε η οπτική των πραγμάτων και πολλαπλασιάστηκε η δυσπιστία για τις κυρίαρχες πεποιθήσεις, αξίες και τεχνολογίες. Ορισμένες από τις τρέχουσες πεποιθήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν: την εκπαίδευση που είναι διαρθρωμένη σε «μαθήματα»· τον ανταγωνισμό και την ανάδειξη ορισμένων ατόμων σε βάρος των άλλων σε μια προκατασκευασμένη «ιεραρχία»· εκπαίδευση βασισμένη στη μεταβίβαση της γνώσης (δασκαλοκεντρική διδασκαλία και με προσχεδιασμένα προγράμματα σπουδών)· ιδρυματική προσέγγιση· προτίμηση για εξετάσεις και μηχανική μάθηση βασισμένη σε επαναλήψεις· παραδοσιακή οργάνωση της γνώσης. Η δια βίου μάθηση ή η επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση είναι πολύ πιο πιθανό να δώσει έμφαση στην προσαρμοστικότητα, στον πολιτισμικό σχετικισμό, στην αισιοδοξία για το μέλλον της ανθρωπότητας και των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η δια βίου μάθηση γίνεται όλο και πιο εφικτή, όταν οι εκπαιδευόμενοι όλων των ηλικιών γίνονται πιο αυτόνομοι.