Σύνδεση

Διδακτική ενότητα: Ισότητα των φύλων
Πού απευθύνεται: Καταρτιζόμενοι εκπαιδευτικοί

Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση. Αυτό αποτελεί μια από τις βασικές παραδοχές της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υπογράφηκε το 1948. Ως ελάχιστη απαίτηση διακηρύσσει: Τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι η βασική εκπαίδευση είναι διαθέσιμη, προσβάσιμη, αποδεκτή και προσαρμόσιμη για όλους. Το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση είναι ένα από τα πιο κρίσιμα δικαιώματα, διότι η εκπαίδευση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο να καταστήσει τα κορίτσια και τις γυναίκες ικανές να εξασφαλίσουν και άλλα δικαιώματά τους.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από τον 21ο αιώνα στην Ευρώπη η ανισότητα των φύλων στην εκπαίδευση υπήρξε έντονη. Τα κορίτσια είχαν λιγότερες πιθανότητες από τα αγόρια να έχουν πρόσβαση στο σχολείο, να παραμείνουν σε αυτό ή να επιτύχουν στην εκπαίδευση. Παρά τις θεαματικές προόδους που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα αυτό, η εκπαίδευση πρέπει να επιμείνει σταθερά στην αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και των κοριτσιών –διακρίσεων που εξακολουθούν να υφίστανται σε πολλές κοινωνίες.

Διαχωρισμός αγοριών και κοριτσιών σε σχολείο το 1890

Η μελέτη της ιστορίας της εκπαίδευσης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αποκαλύπτει τα διαδοχικά μέτρα που είχαν ληφθεί για να επιτραπεί η πρόσβαση των κοριτσιών στα δημοτικά σχολεία σε πρώτη φάση και στη συνέχεια σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κορίτσια και τα αγόρια φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο, αλλά όχι κατ' ανάγκη στις ίδιες αίθουσες, ή, ακόμη και αν βρίσκονταν στις ίδιες αίθουσες, τα κορίτσια τοποθετούνταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους της αίθουσας, μακριά από τα αγόρια. Στα διαλείμματα των μαθημάτων τα κορίτσια και τα αγόρια συναθροίζονταν σε διαφορετικούς χώρους της αυλής του σχολείου (βλ. εικόνα).

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, ακόμη και πολύ πρόσφατα, μέχρι τη δεκαετία του 1980, τα κορίτσια διδάσκονταν σε ξεχωριστά σχολεία και ακολουθούσαν διαφορετικά προγράμματα σπουδών. Παρά το γεγονός ότι τα σχολεία θηλέων υπήρχαν πολύ πριν από την πρώιμη νεωτερική περίοδο στην Ευρώπη, η ανάπτυξη και η διαφοροποίησή τους ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα.

Η ανάπτυξη αυτή σε μεγάλο βαθμό υπήρξε απόρροια των συζητήσεων που ξεκίνησαν την περίοδο του Διαφωτισμού σχετικά με τη σημασία της λογικής και τη συμβολή της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη της προσωπικότητας τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Από την πρώτη στιγμή, τα σχολεία θηλέων ήταν κατά κανόνα αυστηρά διαχωρισμένα στη βάση των κοινωνικών τάξεων -ένα χαρακτηριστικό που συνεχίστηκε να υφίσταται και κατά τον 20ο αιώνα· τα κορίτσια της εργατικής τάξης και των αγροτών φοιτούσαν σε δημοτικά σχολεία, όπου διδάσκονταν στοιχειώδεις γνώσεις, ενώ τα κορίτσια της μεσαίας τάξης και της αριστοκρατίας φοιτούσαν σε σχολεία αντίστοιχα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συγκροτώντας έναν κλειστό κύκλο που αποτελούνταν αποκλειστικά από μέλη της κοινωνικής τους τάξης. Σε αμφότερα τα είδη σχολείων, τα μαθήματα έδιναν έμφαση στο διακριτό ρόλο των γυναικών στην κοινωνία, συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή των έμφυλων ανισοτήτων.

Η επέκταση της εκπαίδευσης των κοριτσιών κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, ωστόσο, επέφερε μια σειρά αλλαγών: Πρώτον, η ανάπτυξη των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα κορίτσια οδήγησε στον εγγραμματισμό των γυναικών και άνοιξε επαγγελματικές ευκαιρίες για τις γυναίκες ως δασκάλες. Δεύτερον, τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των κοριτσιών, συχνά κάτω από την ώθηση του φεμινιστικού κινήματος, ευθυγραμμίστηκαν σταδιακά με τα πρότυπα αριστείας για τα αγόρια, προετοιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο τα κορίτσια για τις ίδιες εξετάσεις και προσφέροντας ευκαιρίες για να συνεχίσουν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η διάκριση μεταξύ σχολείων μόνο για κορίτσια και σχολείων μόνο για αγόρια είχε ως επί το πλείστον εξαφανιστεί, καθώς η συνεκπαίδευση είχε γίνει κανόνας σε όλο τον δυτικό κόσμο.

Παρόλα αυτά η σχεδόν απόλυτη κατάργηση των σχολείων θηλέων (με εξαίρεση το σύστημα των σχολείων των Καθολικών) δεν έχει εξαλείψει τον αντίκτυπο των έμφυλων διαφορών στην εκπαίδευση· σήμερα αυτές οι διαφορές έχουν γίνει μέρος αυτού που συχνά αναφέρεται ως «κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα», σύμφωνα με το οποίο οι εκπαιδευτικοί ασυνείδητα υποβάλλουν έμφυλα πρότυπα συμπεριφοράς και μάθησης, τα οποία ενθαρρύνονταν απροκάλυπτα στα σχολεία θηλέων των προηγούμενων αιώνων.