Nils Edward Naastad, Καθηγητής στο Νορβηγικό Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, Όσλο, Νορβηγία
«Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα πράγματι οφείλουμε να τα προστατεύουμε, μόνο και μόνο επειδή είναι ανθρώπινα»
Έχω δομήσει αυτή την ανακοίνωση πάνω σε τέσσερα σημεία:
- Το κύριο επιχείρημά μου στο πρώτο μέρος δεν είναι πολύ περίπλοκο. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι ότι έχουμε πολύ λίγα ή ότι είναι επείγουσα η ανάγκη για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Είμαστε αρκετά καλά εξοπλισμένοι με ανθρώπινα δικαιώματα. Το πρόβλημα είναι ότι στην Ιστορία βλέπουμε μια σειρά από ανθρώπους που δεν προστατεύονται από αυτά. Η ιστορία δεν είναι παρά το αφήγημα ενός αυξανόμενου αριθμού ατόμων που προστατεύονται από τα ανθρώπινα δικαιώματα.
- Το δεύτερο σημείο είναι εξίσου αισιόδοξο. Όπως παρατηρούμε πρόσφατα, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει διεθνές ζήτημα και βλέπουμε συχνά αυτούς που τα καταπατούν να δικάζονται από διεθνή δικαστήρια. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, άλλωστε, κατοχυρώνονται σήμερα μέσα από νομικές διαδικασίες.
- Το τρίτο σημείο αφορά στην ανησυχητική οπισθοδρόμηση που παρατηρείται σήμερα, στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
- Το τέταρτο σημείο μάς φέρνει πίσω στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε και αναφέρεται σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Είναι δυνατόν σήμερα να αναπτύξουμε νέα μετα-εθνικά πολιτεύματα, χωρίς τον αποκλεισμό του άλλου, του διαφορετικού;


Αφετηρία για την πραγμάτευση αυτών των ζητημάτων είναι ένας αγώνας λόγων που διοργανώθηκε στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας το σωτήριο έτος 1550. Η συζήτηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ενώπιον του βασιλιά και μιας επιτροπής από μορφωμένους ανθρώπους, με σκοπό να αποφασίσουν ποια πλευρά παρουσίασε τα πιο πειστικά επιχειρήματα. Οι αντίπαλοι ήταν, από τη μια πλευρά, ο Ισπανός ιερέας και πρώην επίσκοπος Τσιάπας στο Μεξικό, Βαρθολομαίος ντε λας Κάσας (Bartolomé de las Casas, 1484 - 1576) και, από την άλλη, ο διάσημος φιλόσοφος Χουάν ντε Χινές Σεπουλβέδα (Juan de Ginés Sepúlveda). Η συζήτηση αφορούσε στο ζήτημα της μεταχείρισης των Ινδιάνων στα νέα «ισπανικά» εδάφη στην Κεντρική Αμερική.
Όπως είναι γνωστό, οι Ινδιάνοι υπέφεραν υπό την ισπανική κυριαρχία. Από το 1550 μέχρι το 1610 ο αριθμός των Ινδιάνων στο Μεξικό μειώθηκε από 7,5 εκατομμύρια σε κάτω από ένα εκατομμύριο. Λόγω της παραμέλησης, της πείνας, της δουλείας και των μεταδοτικών ασθενειών που έφεραν μαζί τους οι Ευρωπαίοι, ο πληθυσμός των Ινδιάνων μειώθηκε κατακόρυφα. Ίσως πρέπει να ανατρέξουμε στον τελευταίο αιώνα και στη δική μας ιστορία –τόσο πρόσφατη που εξακολουθεί να είναι ζωντανή στο μυαλό μας –για να βρούμε παραδείγματα μαζικών θανάτων σε παρόμοια κλίμακα. Η αντιπαράθεση τότε αφορούσε στο ζήτημα των Ινδιάνων. Το κεντρικό ερώτημα που ετίθετο ήταν το εξής: Ήταν η κακομεταχείριση των Ινδιάνων αποδεκτή;
Ο Σεπουλβέδα υποστήριξε ότι ήταν. Παρόλο που δεν είχε ο ίδιος πάει ποτέ στην Αμερική, ισχυριζόταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν απολίτιστοι και βάρβαροι και, επομένως, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ζώα. Υποστήριζε (επικαλούμενος μάλιστα τον Αριστοτέλη) ότι κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να είναι σκλάβοι, και ότι, εάν αποτύγχαναν να δείξουν υπακοή στα νέα αφεντικά τους, θα ήταν δίκαιο να ασκηθεί πάνω τους συστηματική βία.
Ο αντίπαλός του (ο ήρωας μας!), ο Ντε Λας Κάσας, ήταν ένας πρώην επίσκοπος στην περιοχή Τσιάπας στο Μεξικό. Τεκμηρίωσε τη διαφωνία του επικαλούμενος ένα παπικό έγγραφο του 1537, με το οποίο διακηρυσσόταν ότι οι Ινδιάνοι είναι έλλογα όντα. Οι Ινδιάνοι διέθεταν ψυχή και, κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να βαπτιστούν Χριστιανοί. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν ανθρώπινα όντα. «Δεν είναι αυτοί άνθρωποι; Δεν έχουν έλλογες ψυχές; Δεν πρέπει να τους αγαπάτε, όπως αγαπάτε τον εαυτό σας;» Ο Ντε Λας Κάσας είχε γράψει αρκετά βιβλία που περιέγραφαν τη σκληρότητα στην οποία υποβλήθηκαν οι Ινδιάνοι και συνέχισε για πέντε ημέρες να καταθέτει στοιχεία για την κακομεταχείριση των Ινδιάνων από τους αποίκους. Είχε αφηγήσεις, είχε μάρτυρες. Για τον κλήρο δεν υπήρχε αμφιβολία τι συνέβαινε. Όλοι παραδέχονταν ότι οι Ινδιάνοι αντιμετωπίζονταν οικτρά. Το ερώτημα όμως δεν ήταν τι συνέβαινε. Το θέμα ήταν αν η μεταχείρισή τους ήταν δικαιολογημένη ή όχι.
Δυστυχώς, οι σοφοί άνθρωποι που σταθμίζουν την ποιότητα των επιχειρημάτων, ποτέ δεν καταλήγουν σε συμπεράσματα. Είναι δύσκολο να πω σε ποιο βαθμό οι αποκρουστικές λεπτομέρειες που παρέθεσε ο Ντε Λας Κάσας, επηρέασαν τις κεντρικές αρχές. Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι οι άποικοι συνέχισαν να μεταχειρίζονται απάνθρωπες πρακτικές σε βάρος των Ινδιάνων.
Αλλά ας μου επιτραπεί να προσεγγίσω το θέμα της συζήτησης από μια άλλη οπτική γωνία. Ποια ήταν η βάση της συζήτησης πάνω στην οποία όλοι συμφωνούσαν; Ήταν τόσο προφανής σε όλους τους συμμετέχοντες, ώστε κανείς δεν έκρινε απαραίτητο να το πει. Η απάντηση ήταν πολύ απλή: Όλοι συμφώνησαν ότι υπήρχαν συγκεκριμένα όρια για τη κακομεταχείριση ανθρώπων. Τα ανθρώπινα όντα έχουν δικαιώματα. Η συζήτηση όμως δεν γινόταν για τα δικαιώματα αυτά. Η συζήτηση αφορούσε στο ζήτημα ποια όντα ήταν ανθρώπινα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα πράγματι σε προστατεύουν, όμως μόνο αν είσαι άνθρωπος.
Αυτό είναι το κύριο θέμα και της δικής μου εργασίας: Ποιόν προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα; Και πώς μπορούμε να μειώσουμε τον αριθμό αυτών που είναι έξω από τη ζώνη ασφαλείας αυτών των δικαιωμάτων; Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι, ακόμη και μέσα στην Ευρώπη, που ζουν στις παρυφές των δικαιωμάτων αυτών. Ας παραμείνουμε, λοιπόν, στην Ευρώπη και ας δούμε πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων, η ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ευρώπη δεν ισοδυναμούσε μια ευθύγραμμη πρόοδο. Όμως, ελπίζω να είναι μια ιστορία με μάλλον αισιόδοξη κατάληξη – εάν, πράγματι, έχει ποτέ ένα τέλος.
Η συζήτηση που έλαβε χώρα πριν από 460 χρόνια μπορεί να φαίνεται πολύ μακριά. Όμως μας οδηγεί κατευθείαν στο απόγειο της Ευρώπης, ή στο απόγειο της αναμφισβήτητης δύναμης της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, η επέκταση της Ευρώπης ή ακριβέστερα των ευρωπαϊκών δυνάμεων, έθεσε υπό τον έλεγχο και την εξουσία τους ένα σημαντικό μέρος του κόσμου: το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και μεγάλες εκτάσεις στην Ασία, ιδίως την Άπω Ανατολή, όπως την αποκαλούσαν οι λόγιοι της εποχής. Όλοι γνωρίζουμε αυτή την ιστορία: Οι σκλάβοι μεταφέρθηκαν από την Αφρική στην Αμερική. Η εκμετάλλευση των γηγενών της Αφρικής υπήρξε απάνθρωπη. Το όπιο επιβλήθηκε στην Κίνα. Αυτές οι ωμότητες δεν διαπράχθηκαν, επειδή οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν είχαν ηθικά πρότυπα ή επειδή οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στο σωστό και το λάθος. Πράγματι, η Ευρώπη υπερηφανευόταν για τον αυξανόμενο πλούτο και τη δύναμή της, την άνθιση της γνώσης και την ανάπτυξη του πολιτισμού της. Το πρόβλημα ήταν, όπως θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα, ότι οι ηθικοί κανόνες δεν ίσχυαν για τον καθένα. Ίσχυαν μόνο για τους Ευρωπαίους - ή ίσως για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς- για τους λευκούς ευρωπαίους άνδρες. Οι άλλες ομάδες, οι Αφρικανοί, οι Κινέζοι ή οι Ινδιάνοι –σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά –τοποθετούνταν έξω από το βασίλειο του νόμου. Δεν αποτελούσαν σοβαρή πρόκληση για τον δυτικό πολιτισμό η απληστία, η σκληρότητα και η εκμετάλλευση. Το δικαίωμα του ισχυρότερου σε συνδυασμό με τη θεωρία του Δαρβίνου και το ρατσισμό, έκαναν εμάς τους Ευρωπαίους αυτοδίκαια κυρίαρχους αυτού του κόσμου. Η εξουσία και η εκμετάλλευση των άλλων πιστεύαμε ήταν το πεπρωμένο μας. Σύμφωνα με τον Κίπλινγκ (Rudyard Kipling), ήταν «η ευθύνη του Λευκού Ανθρώπου». Παραδόξως, μπορούσε κανείς να συνδυάσει την πρακτική αυτή με μια εκπολιτιστική αποστολή. Εκπολιτίσαμε τον κόσμο με τα όπλα μας: «Οι ιθαγενείς και τα κοπάδια τους πυροβολήθηκαν με καλό αποτέλεσμα», αναφέρει μια στρατιωτική αναφορά της βρετανικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) από το Σουδάν της Αφρικής το 1924.
Γιατί αυτό τελείωσε; Είναι πέρα από τη φιλοδοξία μου να αναφερθώ σε όλη την Ιστορία της αποαποικιοποίησης, αλλά επιτρέψτε μου να αφηγηθώ μια μικρή ιστορία ως απάντηση.
Κάθε χρόνο στη δεκαετία του 1920, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία διοργάνωνε μια αεροπορική επίδειξη στο Χέντον (Hendon) έξω από το Λονδίνο. Τα αεροσκάφη αντιμετωπίζονταν από τον κόσμο ως τεχνολογικά θαύματα εκείνη την εποχή. Οι άνθρωποι κατά δεκάδες χιλιάδες ταξίδευαν στο Χέντον για να θαυμάσουν νέους τύπους αεροσκαφών, σχηματισμούς πτήσεων, χαμηλές πτήσεις κ.τ.λ. Η ετήσια αεροπορική επίδειξη φιλοδοξούσε να δώσει στους θεατές την αίσθηση της πραγματικής δράσης. Για αυτό η Βασιλική Αεροπορία κατασκεύασε ένα μικρό χωριό ιθαγενών ή ένα οχυρό ιθαγενών. Εποίκισαν το χωριό με άνδρες της Βασιλικής Αεροπορίας βαμμένους μαύρους και ανάλογα ενδεδυμένους, ονομάζοντάς τους «Γουότνοτς» (“Wottnotts”). Όταν αυτοί οι «Γουότνοτς» αρνήθηκαν να υπακούσουν στις βρετανικές αρχές, απομακρύνθηκαν από το χωριό τους και το χωριό δέχθηκε επίθεση από αέρος με αληθινές βόμβες, ως επί το πλείστον εμπρηστικές. Οι επιθέσεις στρέφονταν προς τους ντόπιους, όσο και προς το χωριό. Το χωριό κάηκε ολοσχερώς. Ωστόσο, από το 1929 θα μπορούσε κανείς να διαβάσει στο βρετανικό τύπο αντιρρήσεις ως προς την πρακτική αυτή: «Αλήθεια, αυτό κάνουμε στις αποικίες μας;» Το επόμενο έτος, το ίδιο χωριό ξανακτίστηκε, αλλά αυτή τη φορά ονομάστηκε «χωριό των πειρατών», επειδή υποθέτουμε, ένας αξιωματικός της Βρετανικής Αεροπορίας έγραψε ότι «ούτε οι ειρηνιστές δεν μπορούν να διαφωνήσουν με το κάψιμο των πειρατών». Προφανώς οι ειρηνιστές, ή και κάποιοι άλλοι, μπορούσαν να διαφωνούν, επειδή το 1930 ήταν η τελευταία χρονιά που ένα χωριό χτίστηκε για να βομβαρδιστεί με σκοπό να διασκεδάσει το κοινό[1]. Το κοινό είχε ευαισθητοποιηθεί. Ο Τύπος έδειξε ενδιαφέρον. Η κοινωνία των πολιτών περιόρισε την αποικιακή πρακτική. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι δεν είναι ούτε σήμερα δημοφιλείς σε ορισμένα στρατόπεδα.
Τώρα, ας κάνουμε για μια στιγμή μια στροφή σε ένα αριστούργημα ρητορικής, τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής:
«Θεωρούμε ότι αυτές τις αλήθειες είναι αυτονόητες, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι, ότι είναι προικισμένοι από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα, δηλαδή μεταξύ των οποίων είναι η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας. Ότι για να εξασφαλιστούν αυτά τα δικαιώματα, ορίζονται οι κυβερνήσεις μεταξύ των ανθρώπων και αντλούν την εξουσία τους από την συναίνεση αυτών που κυβερνώνται».
Διδάσκω το μάθημα της Ιστορίας σε ένα τοπικό γυμνάσιο. Μου κάνει καλό να συναντώ εφήβους. Όταν την προηγούμενη εβδομάδα ζήτησα από τους μαθητές να μεταφράσουν την πρώτη πρόταση δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Η κεντρική φράση είναι φυσικά «όλοι οι άνθρωποι» [“alle mennesker”, “alle Menschen”]. Και όλοι οι άνθρωποι [all men] είναι μια καλή σύγχρονη μετάφραση. Όμως, όταν προσεγγίζουμε ιστορικά τη φράση αυτή, η λογική της γίνεται πιο σαφής. Ήταν πραγματικά όλοι οι άνθρωποι ανθρώπινα όντα; Όχι βέβαια, ήταν μόνο τα αρσενικά. Ήταν όλα τα αρσενικά; Και πάλι όχι, ήταν μόνο τα λευκά αρσενικά. Ήταν όλα τα λευκά αρσενικά; Όχι βέβαια, ήταν μόνο οι άνδρες που διέθεταν ένα ορισμένο εισόδημα ή κοινωνική θέση. Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, βλέπουμε το χώρο όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ο κανόνας, να μικραίνει ολοένα και περισσότερο. Είναι, επίσης, τροφή για σκέψη για μερικούς από τους 18άρηδες ότι στην αγγλική γλώσσα η λέξη άνθρωπος (the man) είναι το ουσιαστικό που αναφέρεται σε όλα τα ανθρώπινα όντα.


Είναι, πιστεύω, ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς ενός δασκάλου Ιστορίας να αποδείξει πως η ισότητα δεν έχει αναπτυχθεί από μόνη της, αλλά επειδή μερικοί άνθρωποι έχουν προτάξει το ανάστημά τους και έχουν παλέψει γι’ αυτήν. Η ισότητα για τις γυναίκες, αν όντως έχουμε ισότητα, δεν ήρθε από μόνη της, αλλά επειδή κάποιες αγωνίστηκαν γι' αυτή. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι σε ορισμένα μέρη του κόσμου, οι γυναίκες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους πολεμώντας για την ισότητα, ακόμη και για το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Η Μαλάλα Γουσαφζάι (Malala Yuosufzai) στο Πακιστάν επέζησε από θαύμα, αφού πυροβολήθηκε στο κεφάλι από Ταλιμπάν μόνο και μόνο επειδή ήθελε να πηγαίνει στο σχολείο. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα,
όποια κι αν είναι αυτά, δεν έχουν εξελιχθεί τόσο πολύ, ώστε να καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από μόνα τους. Οι γυναίκες έχουν αγωνιστεί για τη βελτίωση της θέσης τους, οι εργαζόμενοι έχουν οργανωθεί και τώρα εμείς στην «πλούσια» Ευρώπη βλέπουμε ακόμη περισσότερο ή λιγότερο υπόδουλα παιδιά, τα οποία θυσιάζουν την παιδική ηλικία τους για να παράγουν φτηνά καταναλωτικά προϊόντα για την Δύση.
Ας θέσουμε το ερώτημα με σαφήνεια: Με ποιον τρόπο τα ανθρώπινα δικαιώματα επεκτείνονται σε νέες ομάδες ανθρώπων; Σε ποιο βαθμό οι μη προνομιούχοι έχουν βελτιώσει τη θέση τους; Δεν είναι δυνατό να δοθεί μια απλή απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Ένα μέρος της απάντησης είναι ότι οι άνθρωποι είχαν διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω του εκλογικού δικαιώματος. Η δημοκρατία έχει αναβαθμίσει τη θέση των πολλών. Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της ανάπτυξης του δικαιώματος ψήφου και της περαιτέρω ανάπτυξης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μήπως το δικαίωμα ψήφου όταν εκφράζεται μέσα από ελεύθερες και δίκαιες εκλογές είναι το βασικό δικαίωμα, η προϋπόθεση δηλαδή για την εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Ή ίσως αυτό να είναι υπερβολικά απλοϊκό; Οι μεγαλύτερες ομάδες του λαού διεύρυναν τα δικαιώματά τους μέσω του εκλογικού δικαιώματος. Και αυτό ήταν πράγματι δυνατό όσο η ομάδα αυτή αποτελείτο από την πλειοψηφία του λαού. Σήμερα, σε πολλές χώρες, η εύπορη μεσαία τάξη συνιστά την πλειοψηφία. Η φτωχότερη μερίδα δεν μπορεί να ελπίζει στη βελτίωση της ζωή της μέσα από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Η βασική ιδέα εδώ είναι η αλληλεγγύη. Προφανώς η αλληλεγγύη είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πρόκληση, όταν κάποιος καλείται να κινητοποιήσει τους άλλους αντί να κινητοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Μερικές φορές είναι προβληματικό το να ασχολείται κανείς με τη μειονότητα μέσω του συστήματος ψηφοφορίας. Στις λειτουργικές δημοκρατίες, η πλειοψηφία των ατόμων μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Οι μειονότητες, ωστόσο, ενδεχομένως χρειάζονται άλλα μέσα. Οι εθνικές μειονότητες μπορεί να χρειάζονται νομική προστασία ή μερικές φορές προστασία από το διεθνές δίκαιο.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο βασικό ερώτημά μας: Πώς τα ανθρώπινα δικαιώματα αναπτύσσονται γεωγραφικά; Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η πολιτική ανάπτυξη, κατά μία έννοια, έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έφερε νέα δυναμική στο διεθνές σύστημα. Οι πάγιες θέσεις έγιναν διαπραγματεύσιμες. Η ίδια η ανάπτυξη δεν έφερε απαραιτήτως συμπόνια. Η συμπόνια ήρθε στο νέο κόσμο μέσω νέων μέσων. Η συμπόνια των ανθρώπων είναι σημαντική, επειδή ασκεί πολιτική πίεση. Στο νέο κόσμο, όταν διαπράττονται βαναυσότητες, υπάρχουν συνήθως αρκετές κάμερες κοντά και, όπως ξέρουμε, πολλά μπορούν να ειπωθούν μέσα από τις πρόχειρες φωτογραφίες ενός κινητού τηλεφώνου. Το διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα παρέχουν οπτικές γνώσεις. Τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα ενδυναμώθηκαν από τα αχειραγώγητα μέσα. Θα επαναλάβω σε αυτό το σημείο ότι ένα μέσο που δεν υπόκειται στον κυβερνητικό έλεγχο αποτελεί ευλογία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει ένα διεθνές αντί για ένα εσωτερικό ζήτημα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα προκαλούν το ενδιαφέρον μας. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους ξένες χώρες με μία χαλαρή στάση μπορούν να επηρεαστούν. Το παγκόσμιο εμπόριο πλέον συνδέεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η παιδική εργασία ή οι αντίξοες εργασιακές συνθήκες ενδέχεται να μειώσουν τις παραγγελίες ή ακόμη και να οδηγήσουν σε μποϊκοτάζ των προϊόντων μιας εταιρίας. Για μια ακόμη φορά παρατηρούμε οικονομική εμπλοκή. Εκεί που κάποτε το χρήμα ήταν σοβαρή αιτία για να παραμεληθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τώρα μπορεί να γίνει επαρκής λόγος για να γίνουν σεβαστά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, το χρήμα εξακολουθεί να έχει δύναμη. Το σημαντικό σημείο εδώ δεν είναι αν επηρεάζουμε μέσω του χρήματος, της δημόσιας έκθεσης ή άλλων τρόπων πολιτικής πίεσης. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει διεθνές και όχι εθνικό ζήτημα.
Στην Ευρώπη η ικανότητα και η βούληση να προσαρμοστεί η εθνική νομοθεσία στα διεθνή πρότυπα δεν είναι κάτι καινούργιο. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθετήθηκε το 1950 και εφαρμόστηκε το 1953. Είναι παλιά. Σύμφωνα με αυτήν, τα υπογράφοντα κράτη έχουν υποχρέωση να αλλάζουν τη νομοθεσία τους προκειμένου να την εναρμονίσουν με τη Σύμβαση. Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης, «οποιοσδήποτε άνθρωπος, μη κυβερνητική οργάνωση ή ομάδα ατόμων που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παραβίασης των δικαιωμάτων που καθορίζονται στη Σύμβαση από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη» μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση η οποία είναι αντίθετη με την άποψη της κυβέρνησης, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εναρμονίσει τη νομοθεσία της με τη Σύμβαση. Το Δικαστήριο θέτει υψηλές προδιαγραφές για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τα 47 κράτη-μέλη και μπορεί να απαιτήσει αλλαγές στην εθνική νομοθεσία. Με τη διάταξη αυτή έγινε επίσης θύμα της ίδιας του της επιτυχίας: Ο αριθμός των υποθέσεων που οδηγούνται στο Δικαστήριο είναι τρομακτικός.
Σ’ έναν άλλο τομέα ,επίσης, τα πράγματα κινούνται σε διεθνές επίπεδο. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου 1998 αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιάρντ (Scotland Yard) συνέλαβαν τον πρώην δικτάτορα της Χιλής Αυγούστο Πινοσέτ (Auguste Pinochet) κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Λονδίνο. Του άρεσε να επισκέπτεται το Ηνωμένο Βασίλειο και ιδίως το Λονδίνο. Ως πρώην αρχηγός κράτους ταξίδευε με διπλωματική ασυλία. Όταν συνελήφθη, οι δικηγόροι του έπαιξαν το διπλωματικό χαρτί: Ένας πρώην αρχηγός κράτους ήταν απαλλαγμένος από κατηγορίες για ό,τι είχε διαπράξει ή είχε δώσει διαταγή να εκτελεστεί ως αρχηγός κράτους. Η υπόθεσή του σύντομα ήρθε ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Βουλής των Λόρδων. Σε μία απόφαση οριακής πλειοψηφίας τρία προς δύο το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένας πρώην αρχηγός κράτους δε διατηρούσε πλέον την ασυλία του για ό,τι είχε διαπράξει ή είχε δώσει διαταγή να εκτελεστεί. Η υπόθεση Πινοσέτ είναι σημαντική, επειδή αποκρυστάλλωσε τα προβλήματα με την ασυλία κατά των εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας. Τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο Πινοσέτ δεν ήταν υπόθεση ούτε του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε της Χιλής, ούτε της Ισπανίας (όπου στην πραγματικότητα ξεκίνησε η διαδικασία να θεωρηθεί ο Πινοσέτ υπεύθυνος)· τα εγκλήματα διαπράχθηκαν εναντίον της ανθρωπότητας και, κατά συνέπεια, μας αφορούν όλους. Η υπόθεση κατά του Πινοσέτ σήμαινε ότι τα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα απέκτησαν την ιδιότητα του νόμου και σε μικρότερη κλίμακα. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διώκονται στα δικαστήρια παγκοσμίως. Το φάντασμα της Νυρεμβέργης δεν ήταν τελικά εντελώς νεκρό. Η διεθνής νομοθεσία δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι η δίωξη των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αποτελεί τώρα καθήκον όλων των κρατών χωριστά; Πιστεύω ότι η απάντηση είναι θετική. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν προστατεύονται από κανενός είδους ασυλία. Τα καθεστώτα μπορεί να δίνουν χάρη στους οπαδούς τους για διάφορους λόγους αλλά, όταν αυτοί οι κύριοι βρίσκονται στο εξωτερικό, θα διακινδυνεύουν τη σύλληψη και τη δίωξή τους. Στο τέλος, ο Πινοσέτ κατάφερε να διαφύγει: Τέθηκε για 503 μέρες σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού προσποιήθηκε ότι πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ (που αποδείχθηκε προσωρινή). Αλλά το γεγονός ότι συνελήφθη και ότι αυτή η κράτηση οδήγησε σε δίκη και βρέθηκε να έχει ισχυρή νομική βάση δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο στρατηγός ήταν ο πρώτος δικτάτορας που ταπεινώθηκε από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή μνήμη μετά τις δίκες της Νυρεμβέργης. Αυτή η εξέλιξη είναι σχετικά πρόσφατη. Το αν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναμένεται να αποδειχτεί. Αλλά δεν είναι παράλογο να προσδοκά κανείς ότι τουλάχιστον θα λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Ο δρόμος προς λιγότερη ανοχή απέναντι στους εγκληματίες έχει ανοίξει και με τις λεγόμενες «δίκες των Βαλκανίων», όπου αρκετοί από τους συμμετέχοντες σ’ αυτούς τους βίαιους πολέμους έχουν δικαστεί, ειδικά ο Μιλόσεβιτς (Milosevic), o Κάραζιτς (Karadzic) και ο Μλάντιτς (Ratko Mladic). Ποιό είδος δικαστηρίου μπορεί να δικάσει εγκληματίες αυτού του διαμετρήματος; Το Βαλκανικό Δικαστήριο ιδρύθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας (πράξη 808/22.2.1993) με το σκεπτικό ότι η κατάσταση αποτελούσε απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και ότι η σύσταση ενός διεθνούς δικαστηρίου θα συνέβαλε στην επίτευξη της ειρήνης και στην αποτροπή διάπραξης εγκλημάτων πολέμου με την τιμωρία των παραβατών. Το Συμβούλιο Ασφαλείας ενήργησε με βάση μια αναφορά που περιέγραφε εθνοκάθαρση, μαζικές δολοφονίες, βασανιστήρια, βιασμούς, λεηλασίες και την καταστροφή πολιτιστικής, θρησκευτικής και ιδιωτικής περιουσίας.
Η πρώτη απόφαση στην προδικαστική διαδικασία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν να ορίσει ότι η διεθνής δικαιοδοσία δεν απαιτούσε απόδειξη μιας διεθνούς ένοπλης σύρραξης· μία εμφύλια σύρραξη ήταν αρκετή. «Το σκεπτικό πίσω από αυτή την απόφαση […] εδραιώνει πέρα από κάθε αμφιβολία την ικανότητα της διεθνούς κοινότητας, εφόσον το επιθυμεί, να τιμωρεί τους ηγέτες οι οποίοι καταπιέζουν στυγνά το λαό τους, ανεξάρτητα από το αν τα δεινά τους προκαλούν την ξένη παρέμβαση» (Robertson, G 2006: 380).
Έχουμε, επίσης, τα τελευταία 20 χρόνια γίνει μάρτυρες ενός αριθμού στρατιωτικών επεμβάσεων, αρκετές από τις οποίες βάζουν στην ατζέντα τους το ζήτημα της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Κάποιες από αυτές είχαν την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών, ενώ άλλες όχι. Όταν το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τη βομβιστική εκστρατεία εναντίον της Σερβίας το Μάρτιο του 1999 δεν είχε καμία απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας να το υποστηρίζει. Το ΝΑΤΟ ονόμασε την εκστρατεία του «ανθρωπιστική επέμβαση». Χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη για ανθρωπιστικούς λόγους· για να το θέσω ωμά, βομβάρδιζε για την ειρήνη. Ο Βρετανός Υπουργός Άμυνας υποστήριξε ότι το ΝΑΤΟ δρούσε στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και ότι η νομική τεκμηρίωση βασιζόταν στην αρχή ότι σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να ασκηθεί βία για να αποτρέψει την ανθρωπιστική καταστροφή. Στη Νορβηγία η κυβέρνηση υποστήριξε διστακτικά την εκστρατεία, ενώ παραδεχόταν σοβαρές δυσκολίες να την αιτιολογήσει νομικά. Από στρατιωτική και πολιτική άποψη οι βομβαρδισμοί μάλλον δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Διήρκεσαν πάρα πολύ και σκότωσαν πολλούς από τους ανθρώπους που σκόπευαν να προστατεύσουν. Παρά τις ελλείψεις, επανέφερε, ωστόσο, τη στρατιωτική επέμβαση στην ατζέντα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Χάρη σ’ αυτή την εκστρατεία το δικαίωμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης εισήλθε ξανά στο διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι δύσκολο. Αυτού του είδους η στρατιωτική παρέμβαση διατηρεί μια σταθερή πιθανότητα κατάχρησης, γι' αυτό και αποτελεί επιτακτική ανάγκη να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις που θα αποτρέπουν αυτό το ενδεχόμενο.
Έχω περιγράψει αρκετούς τρόπους με τους οποίους το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων έχουν επηρεαστεί θετικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
- Ανέφερα ότι το χρήμα μιλάει, η απειλή της διακοπής των εμπορικών συναλλαγών με τα καθεστώτα που δε σέβονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι αποτελεσματική, αν και απαιτεί κάποιου είδους διαφάνεια -κάτι δύσκολο. Οι οικονομικές κυρώσεις μπορεί να είναι αποτελεσματικές, αν και στην πράξη τείνουν να πλήττουν τους ανθρώπους παρά τους πάπες.
- Στην εποχή μας, οι ηγέτες που κατηγορούνται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μπορούν να συλληφθούν σε οποιαδήποτε χώρα. Η διπλωματική ασυλία δε γίνεται σεβαστή. Δεν υπάρχουν πλέον ασφαλή λιμάνια.
- Η στρατιωτική επέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους αποτελεί ακόμα δυνατότητα, παρόλο που ο βομβαρδισμός για την ειρήνη είναι μία προβληματική έννοια.
Οι εξελίξεις που περιέγραψα εδώ έχουν δύο πράγματα κοινά: Καταρχήν δείχνουν ότι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς θύτες αποδυναμώνεται. Η εδαφική ακεραιότητα και η πολιτική ανεξαρτησία του κράτους κατά τη διάρκεια τέτοιων καταστάσεων χάνουν τον απόλυτο χαρακτήρα τους. Εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να παρέμβουν στα εσωτερικά του κράτους. Το κράτος αποδυναμώνεται και το άτομο γίνεται πιο σημαντικό, αν όχι ισχυρότερο.
Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι αυτές οι συνεχείς εξελίξεις λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη, όχι μόνο επειδή τις έχουν επιταχύνει δυσάρεστα γεγονότα αλλά και επειδή χώρες τις Ευρώπης δείχνουν έμπρακτα την πρόθεσή τους να γίνουν λιγότερο ανεκτικές απέναντι στους καταπατητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άλλα μέρη του κόσμου. Αυτό είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε.
Θεωρώ σκόπιμο να κλείσω την εισήγησή μου σε αυτό το σημείο με μία αισιόδοξη επισήμανση, λέγοντας ότι η Δύση βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας θετικής εξέλιξης. Η περίοδος όμως μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 τα πράγματα έχουν περιπλεκεί.
Η βίαιη επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο οδήγησε τις αμερικανικές αρχές στην απαίτηση δικαιοσύνης για τη θηριωδία. Αυτό εξελίχθηκε ταχύτατα σε αυτό που ο πρόεδρος Bush ονόμασε «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» με τις συνεπακόλουθες επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και σε αρκετά άλλα μέρη. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι μία καθαυτή προβληματική έννοια. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τί συνεπάγεται. Ωστόσο, παρήγαγε συγκλονιστικές εικόνες στις τηλεοπτικές οθόνες της Δύσης, όπως για παράδειγμα αυτές από το Γκουαντάναμο (Guantanamo) και το Αμπού Γράιμπ (Abu Ghraib).

Οι εικόνες του Abu Ghraib αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, ομολογίες βασανιστηρίων ή συστηματικής εξευτελιστικής μεταχείρισης ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό που ισοδυναμεί με βασανισμό. Η λυπηρή πλευρά είναι φυσικά ότι αυτή είναι η δυτική πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατόν να πολεμάς την τρομοκρατία και να επιδοκιμάζεις ή να ανέχεσαι τέτοιες πρακτικές. Οι φωτογραφίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έπληξαν ανεπανόρθωτα το κύρος των δυτικών και υπονόμευσαν τη παρουσία τους όχι μόνο στο Ιράκ αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπους επεσήμανε ότι αυτές οι φωτογραφίες δεν αντιπροσώπευαν την Αμερική, ενώ προκάλεσαν τη μαζική απώλεια του σεβασμού και του ηθικού κύρους των Αμερικανών.
Υπήρξαν σημαντικές προσπάθειες ευφημισμού αυτής της πρακτικής. Ο βασανισμός περιελάμβανε θέσεις πίεσης, εικονικό πνιγμό, σκύλους, προπηλακισμούς, στέρηση ύπνου, αφόρητο ήχο κτλ. και αποκαλούνταν «ανάκριση σε βάθος»˙ οι αφόρητοι ήχοι ονομάζονταν «ακουστικό ερέθισμα» και το ξύρισμα της γενειάδας «αναγκαστική περιποίηση». Η μετονομασία της πράξης είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα. Χιλιάδες σελίδες γράφτηκαν για να δικαιολογήσουν αυτή την πρακτική εναντίον όσων ονομάστηκαν «παράνομοι μαχητές». Στο κοινό αγγλοσαξωνικό δίκαιο η απαγόρευση του βασανισμού είναι βαθειά ριζωμένη. Το 15ο αιώνα τα αγγλικά δικαστήρια αρνούνταν να κάνουν δεκτά αποδεικτικά στοιχεία που προέκυπταν κατόπιν βασανισμού και οι δικηγόροι το περιέγραφαν με απορριπτική διάθεση ως «κάτι που γίνεται από τους Γάλλους».
Το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρεί τη νομοθεσία κατά του βασανισμού και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη. Καμιά χώρα δε μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα βασανισμού. Ο βασανιστής έχει γίνει, όπως ο πειρατής και ο δουλέμπορος πριν από αυτόν, hostis humanis generis, εχθρός του ανθρώπινου γένους. Το 2005 η Βρετανική Βουλή των Λόρδων διακήρυξε ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων από το αγγλοσαξωνικό δίκαιο εξακολουθούσε να έχει απόλυτη ισχύ σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών «αντι-τρομοκρατικών» δικαστηρίων.
Με άλλα λόγια, η απαγόρευση κατά του βασανισμού είναι απόλυτη. Κι όμως, γνωρίζουμε τί έχει συμβεί. Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη κι αν σταματήσει η πρακτική στους οργανισμούς, δεν θα εξαφανιστεί όπως το αηδόνι μετά το καλοκαίρι. Παραμένει. Παραμένει στο παρασκήνιο. Αξιωματικοί εκπαιδευμένοι να εξευτελίζουν και να ταπεινώνουν αιχμαλώτους σε έναν πόλεμο, θα κάνουν το ίδιο και στον επόμενο πόλεμο.
Ένας τρίτος και ίσως επικίνδυνα ρεαλιστικός λόγος για να μην καταφύγει κανείς σε αυτού του είδους τη συμπεριφορά είναι ότι δε αποδίδει. Ο βασανισμός που εγκρίθηκε από κάποιους δυτικούς στρατιωτικούς ηγέτες και πολιτικούς, συνήθως δεν παράγει αξιόπιστα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στρατιωτικοί διοικητές στο Ιράκ παραδέχτηκαν ότι έμαθαν ελάχιστα για την ανταρσία εφαρμόζοντας αυτές τις μεθόδους.
Υπάρχουν επίσης άλυτα ζητήματα όσον αφορά στη βάση στο Γκουαντάναμο και τους αιχμαλώτους εκεί. Αν άνθρωποι που συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου, καλύπτονται από τις συνθήκες της Γενεύης. Αν δεν θεωρούνται νόμιμοι μαχητές, είναι εγκληματίες που καλύπτονται από τον ποινικό κώδικα της χώρας στην οποία συλλαμβάνονται. Αποκτούν το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη. Αλλά οι κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο δεν είναι ούτε αιχμάλωτοι πολέμου ούτε εγκληματίες. Παραμένουν σε ένα νομικό κενό και φαινομενικά μπορούν να κρατηθούν επ’ αόριστον. Υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτό είναι απαράδεκτο.
Σε ποιό σημείο λοιπόν βρισκόμαστε; Σε ποιό σημείο είναι η υπόθεση των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001 η κατάσταση ήταν αισιόδοξη. Σημειώθηκε βελτίωση. Έπειτα ήρθε η μαζική δολοφονία των Αμερικανών στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο και οι πόλεμοι που ακολούθησαν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ελπίζω ότι η «ανάκριση εις βάθος» να μην προαναγγέλλει μία νέα εποχή. Πιστεύω ακόμη ότι υπάρχει χώρος για συγκρατημένη αισιοδοξία. Η αποστροφή του κοινού στις εικόνες βασανιστηρίων και η ικανότητα των μέσων να μεταδίδουν αυτές τις εικόνες παγκοσμίως είναι παρήγορη. Τα ελεύθερα μέσα και το κοινό είναι ίσως περισσότερο από ποτέ εγγυητές μιας συνεχούς ενίσχυσης και επέκτασης του σεβασμού και της ακεραιότητας των ανθρώπων.
Και τώρα επιτρέψτε μου να επισημάνω δύο βασικές προκλήσεις με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι: Τα τελευταία 150 χρόνια περίπου η ιστορία και οι ιστορικοί παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία νέων ανθρώπινων ομάδων που βασίζονται σε κοινά παρελθόντα. Έχουμε δημιουργήσει έθνη στηριζόμενοι στην κοινή φυσική γλώσσα, στην κοινή εθνική καταγωγή, στις συγκεκριμένες εθνικές ιστορίες κτλ. Και όπως γνωρίζουμε, αυτό προκάλεσε μια πολύ ισχυρή ζύμωση στο να δημιουργηθεί ένας αριθμός ισχυρών εθνικών κρατών που στηρίζονται σε ισχυρή εσωτερική αλληλεγγύη. Μια κοινή ταυτότητα βασίστηκε σε ένα κοινό παρελθόν. Αν αυτά τα παρελθόντα ήταν δραματικά, με ιστορίες από πολέμους και βάσανα, τόσο το καλύτερο. Δημιουργώντας όμως αυτές τις ταυτότητες, έχουμε επίσης δημιουργήσει σχεδόν αναπόφευκτα την άλλη ταυτότητα. Από τη μία πλευρά έχουμε την ομάδα στην οποία ανήκουμε, αλλά από την άλλη έχουμε την ομάδα που δεν ανήκουμε, την ομάδα που δεν είναι σαν εμάς. Η ταυτότητα βασίζεται στο ποιοί είμαστε αλλά και στο ποιοί δεν είμαστε. Και αυτοί οι άνθρωποι, που δεν είναι σαν εμάς, είναι φυσικά η ομάδα που μερικές φορές δεν καλύπτεται από τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Είναι δυνατό να δημιουργήσουμε μια μορφή κοινωνικής ταυτότητας που να μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια λειτουργική κοινωνία, χωρίς το δίπολο του εαυτού και του άλλου; Χρειαζόμαστε τον άλλο για να δούμε τους εαυτούς μας;
Μπορεί ίσως κανείς να ισχυριστεί ότι τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη δικαίου έχουν προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα βασίζοντας τη νομιμοφροσύνη τους στο σύνταγμα παρά στην εθνική καταγωγή. Αλλά εξακολουθούμε να έχουμε αυτούς που είναι εντός και αυτούς που βρίσκονται εκτός. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι, αν οι σημερινές προσπάθειες να δημιουργήσουμε σύγχρονες μετα-παραδοσιακές κοινωνίες, όπως μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτεία, το πρόβλημα θα λυθεί. Αυτό μπορεί να μας μεταφέρει στο φιλοσοφικό πεδίο της θεωρίας του Χάμπερμας (Habermas) για να συζητήσουμε πώς οι όλο και πιο σύνθετες κοινωνίες καταφέρνουν να ενσωματώσουν και να συμπεριλάβουν νέα μέλη, ‘Die Einbeziehung des Anderen” («Η ένταξη του άλλου»). Η πρόκληση εδώ έγκειται στο να διευρύνουμε την κοινωνία μας και ταυτόχρονα να δεχθούμε τις διαφορές. Δε σκοπεύουμε να καταπιέσουμε τη διαφορά ή να εξαλείψουμε την ετερότητα των νέων μελών. Δυσκολεύομαι με τη γλώσσα σε αυτό το σημείο. Ο Χάμπερμας (Habermas) έχει γράψει ένα δοκίμιο που λέγεται “Einbeziehung oder Inklusion”. («Ένταξη ή Ενσωμάτωση»). Στα Αγγλικά αυτό θα μεταφραζόταν ενσωμάτωση ή ενσωμάτωση. Η λέξη Einbeziehung είναι τότε ένα ουσιαστικό όχι τόσο κανονιστικά ισχυρό όσο η λέξη ‘inclusion’. Σκοπεύουμε να διευρύνουμε την κοινωνία ή την πολιτεία μας χωρίς να προσδοκούμε οι άλλοι να γίνουν σαν εμάς.
Προκειμένου όμως να λειτουργήσει, οποιαδήποτε κοινωνία πρέπει να βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο βαθμό αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης ή εμπιστοσύνης. Πληρώνουμε τους φόρους μας, οδηγούμε από την ίδια πλευρά του δρόμου και προσδοκούμε να απολαμβάνουμε ισότητα ενώπιον του νόμου.
Στη σύγχρονη πολιτική αναζητούμε μία περιοχή μεταξύ της απόλυτης ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού. Η οριοθέτηση αυτής της περιοχής είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα της εποχής μας. Δεν είναι απίθανο τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα να συμβάλουν αποφασιστικά στη συμπλήρωση αυτού του κενού.
Μια άλλη προσέγγιση σ’ αυτό είναι να τονίσουμε το γεγονός ότι κάποιοι από τους άλλους μας έχουν βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει μια δυναμική ένταση στα ίδια τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ελευθερία του λόγου είναι πράγματι ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα αλλά το ίδιο είναι και το δικαίωμα της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων. Ο σεβασμός είναι ανθρώπινο δικαίωμα; Μερικές φορές παρατηρούμε μια ομάδα δικαιωμάτων να συγκρούεται με άλλες. Υπάρχει μια δυναμική ένταση εδώ, τόσο όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και στην ένταξη. Θα αρκεστώ να πω ότι στις προσπάθειές μας για ένταξη έχουμε ακόμη να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις.
Αυτό με οδηγεί στο σημείο από το οποίο ξεκίνησα, στο ερώτημα «ποιοί πρέπει να καλύπτονται από τα ανθρώπινα δικαιώματα;». Γιατί ακόμη κι αν πρέπει να δεχθούμε την απαισιόδοξη υπόθεση ότι δε θα ενταχθούν όλοι στις ολοένα και πιο σύνθετες κοινωνίες μας, εξακολουθεί να αποτελεί φιλοδοξία για μας να προστατεύσουμε τους εκτός. Δεν ακούγεται πολύ δύσκολο, αλλά η ιστορία λέει ότι είναι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
- Omissi D (1990), Air Power and Colonial Control, MUP, Manchester
- Robertson G (2006), Crimes against humanity: the struggle for global justice. Penguin, London
- Freeman M (2011), Human rights, Wiley, New Jersey
- Ramcharan B (2008), Contemporary Human Rights Ideas, Routledge, London
- Ishay M (2008), The History of Human Rights, University of California Press, Berkeley
- Pensky M (2009), The Ends of Solidarity, State University of New York Press, Albany
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
- Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας, Η καταστροφή των Ινδιάνων. Σύντομη ανασκόπηση της καταστροφής των Ινδιών 1552, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1984.
- Γιουσαφζάι Μαλάλα, Με λένε Μαλάλα, μτφρ. Αύγ. Κορτώ, κείμ. Κρ. Λαμ, Πατάκης, Αθήνα 2013 http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=694859
[1]Omissi D (1990), Air Power and Colonial Control, MUP, Manchester.