Σύνδεση

Θεματική ενότητα

Jean-Michel Leclercq, Σύμβουλος Εκπαίδευσης, Γαλλία

Η αποδοχή και ο σεβασμός κοινά αποδεκτών αξιών θεωρείται σημαντικός παράγοντας συνοχής και ενότητας για κάθε κοινωνία και κυρίως για κάθε πολιτική οντότητα· είναι ένας παράγοντας που διευκολύνει την άσκηση εξουσίας από τους κρατούντες και γενικά από τους υποστηρικτές αυτών των αξιών.

 Στην πραγματικότητα διανύουμε μια περίοδο αμφισβήτησης αυτού του παραδείγματος, τόσο εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης όσο και εξαιτίας των διεργασιών που αναπτύσσονται στο ευρωπαϊκό περιβάλλον· αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μετακινηθούμε από ένα σύστημα αξιών, σύμφυτων με το εθνικό μοντέλο, προς τις οικουμενικές αξίες που διακηρύσσουν οι διεθνείς οργανισμοί.

Ωστόσο, είναι δυνατόν μακροπρόθεσμα αυτός ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος και η μεταβαλλόμενη Ευρώπη να ωφεληθούν από τα εθνικά πλαίσια αξιών, τα οποία είναι συνήθως σαφώς προσδιορισμένα, αναγνωρίσιμα και αποτελεσματικά;

Για τα έθνη-κράτη, τα οποία διαμόρφωσαν τον κανόνα που επικράτησε στην Ευρώπη από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα, πριν αυτός εξαπλωθεί και σε άλλες ηπείρους, η ύπαρξη ενός σώματος αξιών κοινά αποδεκτών από την πλειονότητα του πληθυσμού θεωρούνταν πάντοτε ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της ύπαρξής τους. Την ίδια στιγμή η ακολουθούμενη πρακτική ήταν αφενός να εκθειάζονται οι οικουμενικές αξίες και αφετέρου να τονίζονται αξίες που εμφιλοχωρούσαν σε μοναδικές πολιτισμικές κληρονομιές, για τις οποίες υπήρχε η πεποίθηση ότι είχαν καταπιεστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα από εχθρικές δυνάμεις, ενδογενείς και εξωγενείς.

Στα έθνη-κράτη, τα οποία προέκυψαν από τα αποκαλούμενα κινήματα των εθνοτήτων, μετά από πολέμους ανεξαρτησίας, η περίοδος της σύγκρουσης έρχεται σχεδόν πάντοτε σε ισχυρή αντίθεση με την περίοδο που ακολουθεί. Η πρώτη περίοδος υπόσχεται - με σχεδόν ειδυλλιακό τρόπο - κοινές αξίες, στο όνομα των οποίων γίνονται οι αγώνες, καθώς και μια γενική συναίνεση σε ένα εθνικό ιδανικό, το οποίο συντηρείται από το όραμα του υπό δημιουργία έθνους. Ωστόσο, η περίοδος που ακολουθεί - μετά από μια ενίοτε ατελή και απατηλή ανεξαρτησία - αμαυρώνεται από διαφωνίες ανάμεσα στα νεοπαγή πολιτικά κόμματα που εκτρέφουν τη φραξιονιστική αντιπαλότητα με στόχο την πρόσβαση στην εξουσία.

Τα αποκαλούμενα «ρομαντικά έθνη», για τα οποία μόλις έγινε λόγος, μπορούν να εξεταστούν σε αντίστιξη προς τα λεγόμενα «κλασικά έθνη», τα οποία υποτίθεται ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο ομαλά, χωρίς ανάλογες βίαιες αναταραχές. Η Γαλλία μπορεί να ενταχθεί σε αυτά, αν οι απαρχές της ανάπτυξής της σε έθνος αποδοθούν στην Ιωάννα της Λορένης ή στο Λουδοβίκο ΙΔ΄ και όχι στην επαναστατική ή τη Ναπολεόντεια περίοδο. Ακόμη, οι πολιτικές έριδες είναι μερικές φορές τόσο βίαιες σε αυτά τα έθνη, όσο και στα νεότερα και ενίοτε καταλήγουν σε ίδιας έντασης φαινόμενα εξτρεμισμού.

Αυτό συμβαίνει με τα ξεσπάσματα εθνικισμού, τα οποία περιορίζουν το πεδίο των αξιών επιβάλλοντας σεκταριστικές στάσεις  που επιδιώκουν τον αποκλεισμό συγκεκριμένων κατηγοριών ανθρώπων για λόγους προκατάληψης ή εξτρεμισμού, όπως ο ρατσισμός. Αυτοί οι τύποι εθνικισμού είναι, συνεπώς, τα νεκροταφεία των κοινά αποδεκτών αξιών.

Ενώ ο εθνικισμός έχει παθολογικές μορφές, υπάρχουν ωστόσο και πιο «οικείες» μορφές του, οι οποίες δεν είναι λιγότερο επιβλαβείς, καθώς εμμένουν πάντοτε στην προβολή νοσηρών ανωτεροτήτων, οι οποίες αντιμάχονται τη δυνατότητα ισότιμου διαλόγου μεταξύ των εθνών.

Σήμερα, τέτοιες θέσεις γίνονται όλο και πιο σπάνιες, λόγω της βαθύτερης επίγνωσης των συνεπειών που θα επιφέρουν, αν επικρατήσουν. Ωστόσο, εξακολουθούν να εκδηλώνονται σε ορισμένα μέρη του κόσμου, ακόμα και στην Ευρώπη.

Το φαινόμενο απαντάται πρωτίστως σε κατοίκους κάποιων τμημάτων μιας χώρας που έχουν διαφορετική ιστορία και κουλτούρα από τις επίσημα αναγνωρισμένες. Στην Ευρώπη, έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα για τέτοιες πληθυσμιακές ομάδες, που ξεκινούν από την παραχώρηση ειδικών ρυθμίσεων και καταλήγουν στην αναγνώριση αυτονομίας. Συχνά όμως ακόμη και αυτά τα μέτρα δεν θεωρούνται από αυτούς ικανοποιητικά. Η διδασκαλία της ιδιαίτερης ιστορίας ή της τοπικής γλώσσας σε συγκεκριμένες περιοχές είναι κάτι που δεν υφίσταται ή απαντάται σε ελάχιστο βαθμό, όπως μαρτυρά η δυστοκία πολλών κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης να επικυρώσουν τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών.

Επιπλέον, αυτή η ασυνέπεια είχε προκαλέσει μεγάλη αγανάκτηση και είχε καταδικαστεί έντονα από λαούς που εντάχθηκαν στις αποικιακές αυτοκρατορίες. Η  υποκρισία της ισότιμης απόλαυσης κοινών αξιών των αποικιών με τις μητροπόλεις ήταν φανερή. Οι συνέπειες αυτής της διαστρέβλωσης των αξιών είχαν μεγάλη διάρκεια στο χρόνο και ήταν σοβαρές τόσο για τις πρώην αποικίες όσο και για τις μητροπόλεις. 

Πρέπει αναμφίβολα να παραδεχτούμε ότι, εν τη γενέσει του, το εθνικό μοντέλο φάνηκε ως μια υπόσχεση νεωτερικότητας, που έδινε στους λαούς τον έλεγχο του πεπρωμένου τους, συνήθως μετά από περιόδους υποδούλωσης ή καταπίεσης.

Ωστόσο, το μοντέλο αυτό, υπό την ανάγκη να προσαρμοστεί σε όλο και περισσότερο διαφοροποιημένα πλαίσια, συνάντησε ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία να εστιάσει στις αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας και της αλληλεγγύης, όπως συνέβαινε στις απαρχές της δημιουργίας του. Οι συζητήσεις σχετικά με το ποια θα μπορούσε να είναι η αποδεκτή δόση ομοσπονδιοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση γεννούν ανάλογους προβληματισμούς. Η παγκοσμιοποίηση, εντούτοις, δε έκανε τίποτα άλλο παρά να επιδεινώσει τους κινδύνους σε περιπτώσεις όπου το εθνικό μοντέλο δεν μπορούσε να βρει κατάλληλες λύσεις εντός του πεδίου αναφοράς του.

Οι διατάξεις της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών  αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν ανέφικτη στο μέλλον την επανάληψη των καταχρήσεων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να εισάγουν σε μια νέα εποχή την ανθρώπινη ιστορία, στην οποία ο σεβασμός για την ανθρώπινη ύπαρξη θα είχε απόλυτη προτεραιότητα. Από την πρώτη συγγραφή της αυτή η Διακήρυξη εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η πιο πρόσφατη από τις οποίες είναι η Λευκή Βίβλος για τον Διαπολιτισμικό Διάλογο: «Ζώντας μαζί ως ίσοι με αξιοπρέπεια».

Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (1945) επιδίωξε να καθιερώσει έναν διαφορετικό χειρισμό των διεθνών σχέσεων, θεμελιωμένο στην αποφασιστικότητα να αποτραπούν οι ένοπλες συγκρούσεις, προστατεύοντας τη ύπαρξη και των εκάστοτε δύο αντιπάλων πλευρών αντί της εξουδετέρωσης της μίας από αυτές. Συνεπώς, ίσως υπήρξε τότε η ελπίδα της μετακίνησης από έναν κόσμο χωρισμένο σε αντιτιθέμενα στρατόπεδα σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου θα επικρατούσε η αναζήτηση ειρηνικών λύσεων. Σε πολιτισμικό επίπεδο η UNESCO προσπάθησε να συμπληρώσει αυτή την πολυπολικότητα με την πολυπολιτισμικότητα, θέτοντας ένα προστατευτικό πλαίσιο έναντι της σύγκρουσης των πολιτισμών.

Οι ευρωπαϊκές προσεγγίσεις σε αυτό το πλαίσιο απαιτούν την αποκήρυξη των πρακτικών του εθνικισμού και της επιμονής σε μια υπερβολικά απλοϊκή αντίληψη του παρελθόντος και του μέλλοντος, η οποία τροφοδοτεί έναν μη ανεκτικό και εκδικητικό πατριωτισμό. Η πολυπρισματικότητα είναι κλειδί για τη δημιουργία όλων των πιθανών ανοιγμάτων. Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο η Ευρώπη χρειάζεται να βρει πώς θα πετύχει να συμφιλιώσει οικουμενικές αξίες, που αποτελούν αίτημα της παγκοσμιοποίησης με τις ατομικές αξίες, που συνδέονται με ρίζες από τις οποίες ούτε φαίνεται πιθανό  ούτε είναι επιθυμητό να αποσπαστεί.

Και ενώ αυτό αποτελεί μια παλιά μέριμνα της Ευρώπης, όλο και περισσότερες χώρες ωθούνται στην παγκοσμιοποίηση, ενώ παράλληλα θέλουν να διατηρήσουν τα στοιχεία εκείνα που τονίζουν τη μέχρι σήμερα ιδιαιτερότητά τους. Απομένει μια ερώτηση για αναστοχασμό: Μπορούν το οικουμενικό και το «ατομικό» να συμφιλιωθούν μέσα σε ένα νέο εθνικό μοντέλο;