Pedro Lains, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λισαβόνας, Πορτογαλία
Μοντέλα Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ανάπτυξης
Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής ανάπτυξης από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά είναι το γεγονός ότι η κατανομή των επιπέδων του κατά κεφαλήν εισοδήματος παρέμεινε σχετικά σταθερή. Τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι ενδεικτικά και τoυ συνδυασμού του επιπέδου της παραγωγικότητας της γης, της εργασίας και του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου κεφαλαίου· συνεπώς, αντικατοπτρίζουν την πρόοδο στην επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της παραγωγής.
Αυτό το σχετικά σταθερό μοντέλο της ευρωπαϊκής ανάπτυξης φαίνεται καθαρά όταν οι συγκρίσεις γίνονται σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστρία και η Ελβετία, χώρες που συγκαταλέγονται σήμερα μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, βρίσκονταν στην κορυφή και πριν από 150 ή 200 χρόνια. Μερικά κράτη αναπτύχθηκαν ραγδαία σε σύγκριση με άλλα, όπως οι σκανδιναβικές χώρες, η Ισπανία ή η Ιταλία, αλλά ακόμη κι αυτές ήταν ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με χώρες που έμειναν πίσω για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, όπως είναι οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας, των Βαλκανίων και της νότιας Ιταλίας. Αν προχωρήσουμε σε βαθύτερη ανάλυση με άξονα τα περιφερειακά και όχι τα εθνικά σύνορα, ενδέχεται να βρούμε ένα παρόμοιο μοντέλο, όπου οι περιοχές που ήταν πλουσιότερες στην αρχή της βιομηχανικής περιόδου παρέμειναν, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, σε καλύτερη κατάσταση και αργότερα. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της Καταλονίας στην Ισπανία, ή των περιοχών της Τσεχίας στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία. Ο άξονας από το Λονδίνο έως το Μιλάνο αποτελεί τον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομίας από την εποχή των μεσαιωνικών πανηγύρεων και των εμπορικών οδών και η βιομηχανοποίηση του 19ου αιώνα δεν μετέβαλε σημαντικά αυτή την κατάσταση.
Η επίδραση της Βιομηχανικής Επανάστασης
Οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομία που περιγράφηκαν παραπάνω συνδέονται με τη γεωγραφία, υπό την έννοια ότι υπάρχει ένας στενός συσχετισμός των επιπέδων και της έντασης της βιομηχανοποίησης, καθώς και της εν γένει οικονομικής ανάπτυξης ανάμεσα σε γειτονικές επικράτειες. Η οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης μπορεί να περιγραφεί σχηματικά ως ένας πυρήνας με εντατική δραστηριότητα, η οποία εξασθενεί σταδιακά καθώς μεταβαίνουμε στην περιφέρεια, όπου οι τεχνολογικές καινοτομίες και η οικονομική δραστηριότητα είναι πιο υποτονικές.
Η εκβιομηχάνιση δεν αποτελεί τον μόνο δρόμο προς την ευμάρεια, όπως καταδεικνύεται σε χώρες όπως η Ολλανδία ή η Δανία, οι οποίες είχαν μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν αρχίζουν να εξερευνούν τις δυνατότητες του αγροτικού τομέα. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι βασικοί παράγοντες ανάπτυξης, όπως η εξέλιξη των θεσμών και η εκπαίδευση. Επιπλέον, στην ανάλυση αυτή δεν συνυπολογίζεται ο ρόλος κοινωνικών πολιτικών, όπως η φορολογία ή οι επενδύσεις σε κοινωνικό κεφάλαιο. Παρέχεται, ωστόσο, μια καθαρή περιγραφή του ηπειρωτικού μοντέλου βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, η οποία αποκαλύπτει ότι τα εθνικά σύνορα δεν παίζουν πρωταρχικό ρόλο.
Ήταν η βρετανική Βιομηχανική Επανάσταση μοναδική;
Στις ρίζες της ευρωπαϊκής βιομηχανικής μεταμόρφωσης βρίσκεται η βαθιά μεταμόρφωση της βρετανικής οικονομίας από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και μετά. Η βρετανική Βιομηχανική Επανάσταση αποτέλεσε ένα μοναδικό επίτευγμα, αλλά αφορά επίσης και την ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, καθώς τα τεχνικά χαρακτηριστικά της (η κλωστική μηχανή, η ατμομηχανή και οι σιδηρόδρομοι) υιοθετήθηκαν ταχύτατα από περιφέρειες με ανάλογες προς τη Βρετανία συνθήκες και στενότερους εμπορικούς δεσμούς. Σύντομα η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, είτε μέσω της άμιλλας είτε μέσω της αντιγραφής. Η επακόλουθη οικονομική μεταμόρφωση ήταν εντούτοις αργή όχι μόνο στη Βρετανία, όπου διήρκεσε μέχρι το 1870, αλλά και στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου η εκβιομηχάνιση ακολούθησε μια ομαλή πορεία μέχρι τον 20ο αιώνα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ταχύτητα της εκβιομηχάνισης συσχετίζεται με τη γεωγραφική απόσταση από τη Βρετανία και ότι τα τελευταία παραδείγματα βιομηχανικών χωρών εντοπίζονται σε περιπτώσεις όπως αυτή της Πορτογαλίας, στον ευρωπαϊκό νότο, ή η Ρουμανία στην ανατολική πλευρά της ηπείρου.
Οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης
Η εκβιομηχάνιση και η οικονομική ανάπτυξη εξαρτώνται από τη δυνατότητα επένδυσης και τεχνολογικής καινοτομίας, καθώς και από το θεσμικό περιβάλλον και την εκπαίδευση σε μια χώρα. Αυτοί οι παράγοντες απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία μέσα από την ανταλλαγή ιδεών, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών, όπως και ανθρώπων. Καθώς υπήρχε η δυνατότητα πρόσβασης σε νέες τεχνικές που αναπτύσσονταν στην άλλη πλευρά της Μάγχης, παραγωγοί από τη Γαλλία, τη Φλάνδρα ή από την περιοχή του Ρουρ, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ανάλογες οικονομικές συνθήκες, επιθυμούσαν να τις εισαγάγουν στις περιοχές τους με στόχο να εκσυγχρονίσουν τις βιομηχανίες τους. Άνθρωποι και κεφάλαια που ταξίδευαν πέρα από τα σύνορα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαδικασία αυτή. Με τον ίδιο τρόπο, καθώς νέα και φθηνότερα αγαθά ήταν πλέον διαθέσιμα σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, οι καταναλωτές ήταν έτοιμοι να αγοράσουν και οι έμποροι έτοιμοι να μεριμνήσουν για τις εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες μπορούσαν να εξυπηρετηθούν με αγαθά και υπηρεσίες που ταξίδευαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ανάγκη για απρόσκοπτη διακίνηση της τεχνολογίας, των αγαθών κλπ. οδηγούσαν τους επενδυτές να χαράξουν και να συντηρήσουν δρόμους, κανάλια και, πάνω από όλα, σιδηροδρόμους, καθώς και να προσφέρουν τις αναγκαίες οικονομικές υπηρεσίες.
Από την άλλη πλευρά, ιδιωτικοί και κυρίως δημόσιοι οργανισμοί μπήκαν σε αυτόν τον "ενάρετο κύκλο", παρέχοντας το απαραίτητο πλαίσιο για την ασφάλεια των συναλλαγών ανάμεσα σε άτομα, περιφέρειες και κράτη. Και πάλι, η ένταση της ροής ιδεών, ανθρώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών κατά μήκος της Ευρώπης ποίκιλλε ανάλογα με το ίδιο γεωγραφικό μοντέλο, στο οποίο το κέντρο κυριαρχούσε, ενώ η περιφέρεια είχε δευτερεύοντα ρόλο.
Η αντιστροφή της τύχης
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκτός από το βαρύτατο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, είχε τρομερές συνέπειες για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής σύγκλισης σε όλες τις διαστάσεις της. Ο πόλεμος προκάλεσε μια άμεση ανάσχεση στο διεθνές εμπόριο, ιδιαίτερα αυτό των μεγάλων αποστάσεων, συνεπώς και στην κίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων και προκάλεσε εκτροπή πόρων προς τις στρατιωτικές δαπάνες. Ο Κανόνας του Χρυσού έπαψε να ισχύει σε όλη την Ευρώπη, όπως και οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Τη δεκαετία του 1920, οι εθνικές οικονομίες ανέκαμψαν ως έναν βαθμό, αλλά τελικά κατέρρευσαν κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσχερειών που προκάλεσε το "κραχ" του 1929 στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και η Μεγάλη Ύφεση που επακολούθησε.
Η ανάκαμψη
Ο δρόμος για την ανάκαμψη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικός από εκείνον της προηγούμενης περιόδου, ξεκινώντας από τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς και την κυριαρχία των ΗΠΑ στις αγορές της Δύσης, μέχρι τη διαμόρφωση ευρωπαϊκών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) και η Κοινή Αγορά. Το κίνητρο για τέτοιου είδους διευθετήσεις ήταν η ταυτόχρονη ανάκαμψη τόσο των εθνικών οικονομιών όσο και του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Είναι βέβαιο ότι αυτήν την περίοδο των υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, οι εθνικές κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη διεθνή συνεργασία ανταγωνιστικών διεθνών οργανισμών.
Οι αυξανόμενοι ρυθμοί πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης στη Δυτική Ευρώπη έρχονταν σε αντιπαράθεση με τη διαίρεση της Ευρώπης σε δύο πολιτικά στρατόπεδα. Ωστόσο, η ολοκλήρωση διευκολύνθηκε από τις μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής που προκάλεσε η αναστάτωση από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και τις πολιτικές προστατευτισμού της μεσοπολεμικής περιόδου.
Η περίοδος μέχρι το 1973 έγινε γνωστή ως η "χρυσή εποχή" της ανάπτυξης και επηρέασε όλη την ήπειρο. Έπειτα από την οπισθοδρόμηση που προκάλεσε η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, η ευρωπαϊκή ήπειρος εισήλθε σε μια νέα περίοδο ραγδαίων εξελίξεων όσον αφορά την ευμάρεια, οι οποίες συνοδεύονταν από περαιτέρω οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Οι αλλαγές αυτές ακολούθησαν ένα πρότυπο το οποίο παρέπεμπε στην εκβιομηχάνιση του 19ου αιώνα, με λίγες μόνο εξαιρέσεις. Στην πραγματικότητα, με την αυγή της νέας χιλιετίας οι πλουσιότερες και οι φτωχότερες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν περίπου οι ίδιες με αυτές της περιόδου μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους.
Μοντέλα διαφοροποίησης
Η γεωγραφική ενότητα στην οικονομική ανάπτυξη δεν συνοδευόταν απαραίτητα από την ενοποίηση των πολιτικών θεσμών ή των κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών. Ένας ταξιδιώτης κατά μήκος της ευρωπαϊκής ηπείρου θα βρει πολλές διαφορές σε όλες σχεδόν τις πτυχές της καθημερινής ζωής, οι οποίες δημιουργούν ευθείες συνδέσεις μεταξύ του παρόντος και του περισσότερο ή λιγότερο μακρινού παρελθόντος. Αυτές οι διαφορές δεν είναι απαραίτητα αταβιστικές, αλλά μάλλον είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών απαντήσεων που δόθηκαν κατά καιρούς και ανά κράτος σε ποικίλες προκλήσεις του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Η Ευρώπη, τους τελευταίους δυο αιώνες, είναι το αποτέλεσμα ενός μοντέλου ανάπτυξης με πολλές ομοιότητες, όπως επίσης και το αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών θεσμικών και πολιτισμικών στάσεων. Αυτοί οι δύο άξονες πιθανότατα αντιπροσωπεύουν εντάσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν μπορούν να επιλυθούν, παρά μόνο να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης στο διηνεκές. Κατά το 19ο αιώνα, η οικονομική ολοκλήρωση κυριαρχούσε, αν και τα εθνικά συμφέροντα ήταν επίσης παρόντα με αυξανόμενο βαθμό έντασης. Κατά τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, τα εθνικά συμφέροντα κυριάρχησαν ξεκάθαρα, ενώ οι δυνάμεις της οικονομικής ενοποίησης κατά κάποιον τρόπο ατόνησαν. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η συνεργασία επανενισχύθηκε, αλλά αυτή τη φορά υπό την επίβλεψη διεθνών οργανισμών. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα όλοι μετακινήθηκαν και πάλι προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά αυτή τη φορά με έναν τρόπο πιο ανοιχτό και απαιτητικό. Χωρίς αμφιβολία, αυτά τα πρότυπα παρέχουν ένα μοντέλο για όλες τις εξελίξεις οπουδήποτε στον κόσμο, σε ό,τι αφορά στην ενότητα και την ποικιλομορφία.