Luisa Black,
Σύμβουλος Εκπαίδευσης
Πορτογαλία/Μοζαμβίκη
Δεν είναι εύκολο ούτε απλό να μιλά κανείς για την Αφρική. Προσεγγίζοντας το θέμα από απόσταση, όσο πιο πολύ απέχει κανείς από την αφρικανική ήπειρο τόσο πιο εύκολο είναι να γενικεύσει την έννοια, σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και διανοούμενοι να χρησιμοποιούν αυτή την ανακριβή έννοια και να αισθάνονται άνετα με αυτό. Αλλά η Αφρική έχει 54 αναγνωρισμένα κράτη ή 56 αν προσμετρήσουμε και δύο αναδυόμενες ταυτότητες που ακόμη δεν έχουν αναγνωριστεί από τον Οργανισμό Eνωμένης Αφρικής.
Πρώτον, όλοι έχουμε ιδέες για την Αφρική, η οποία έχει πολλές διαφορετικές σημασίες. Να μερικά από τα ζητήματα που ανακύπτουν: Tι σημαίνει Αφρική για σένα; Tι σημαίνει Αφρική για τους Αφρικανούς; Tι σημαίνει Αφρική για τον κόσμο; Kαι, τέλος, τι σημαίνει να είσαι Αφρικανός για τους Αφρικανούς αλλά και τους μη-Αφρικανούς; Η τελευταία ερώτηση είναι σύνθετη αλλά την έθεσα επειδή θέλω να εξηγήσω την πολυπλοκότητα των εννοιών και να επιστήσω την προσοχή στο τι αυτές οι έννοιες σημαίνουν πριν προχωρήσω στην ανάλυσή μου.
Δεύτερον, είναι αρκετά δύσκολο να δούμε ή να σκεφτούμε την Αφρική χωρίς να γενικεύσουμε ή να χρησιμοποιήσουμε στερεότυπα. Αυτές οι δύο αναπαραστάσεις πηγαίνουν συνήθως μαζί και συνδέονται με το γεγονός πως η διανοητική απο-αποικιοποίηση είναι ακόμη εν εξελίξει, και παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, υπάρχει μια ερώτηση που μέχρι στιγμής δεν έχει λάβει μια ξεκάθαρη απάντηση: Είναι δυνατόν να από-αποικιοποιήσεις τις σκέψεις; Ή για να το θέσω διαφορετικά: Πότε θα σταματήσει η Δύση να σκέφτεται με όρους ανωτερότητάς (μας) και κατωτερότητάς (τους); Αν και πολιτικά λανθασμένη, αυτή η συμπεριφορά υπάρχει υποσυνείδητα σε πολλές συζητήσεις στη Δύση.
Έχω εμπλακεί ενεργά στις αδιάκοπες προσπάθειες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την οικοδόμηση και την ενίσχυση μιας ποικιλόμορφης κοινωνίας, που θα βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θα αποκλείει κανέναν. Στην Ευρώπη η διδασκαλία της ιστορίας έχει ως στόχο να διδάσκεται μέσα από διαφορετικές οπτικές, και ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής – αυτός για τον οποίο αγωνίζονται οι καθηγητές ιστορίας – είναι οι μαθητές να μην διδάσκονται μια εθνικιστική ιστορία , η οποία προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα μονοδιάστατα, παρόλο που μερικές φορές αυτή η οπτική παραμένει ενεργή. Οι μαθητές της Ιστορίας θα πρέπει να αποκτήσουν δια βίου επίγνωση της πολυπλοκότητας της ιστορικής ανάλυσης, να αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ γεγονότων και ερμηνειών και να είναι ικανοί να διακρίνουν την προπαγάνδα. Τα μαθήματα Ιστορίας βασίζονται στην έρευνα και την ερμηνεία των ιστορικών πηγών, στην κατανόηση του πλαισίου τους και στην ανάπτυξη επιχειρημάτων.
Τώρα που μένω στη Μοζαμβίκη και επισκέπτομαι την Ευρώπη, σπάνια συναντώ μια τέτοια νηφάλια στάση, όταν η συζήτηση έρχεται στην Αφρική. Όταν θίγω το ζήτημα της από-αποικιοποίησης της σκέψης, ακόμη και πολύ μορφωμένα άτομα, Αφρικανοί ή μη, δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν τις κατεστημένες νοοτροπίες.
Για να εξηγήσω αυτή τη συμπεριφορά και εμπνεόμενη από τον Νιγηριανό συγγραφέα Chimamanda Ngozi Adichie, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το διάσημο ποίημα του Κίπλινγκ Το φορτίο του λευκού ανθρώπου (το οποίο δεν θα ερμηνεύσω):
Take up the White Man’s burden
Send forth the best ye breed
Go bind your sons to exile
To serve your captives’ need;
To wait in heavy harness,
On fluttered folk and wild
Your new-caught, sullen peoples,
Half-devil and half-child .
Θέλω να εστιάσω στις δύο έννοιες που ακόμα διαμορφώνουν τη στάση απέναντι στους Αφρικανούς: μισός-διάβολος και μισό-παιδί. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση είναι ακόμη σε ισχύ. Όταν οι Αφρικανοί δρουν αρνητικά θεωρούνται μισοί-διάβολοι, ενώ όταν κάνουν κάτι απροσδόκητο, αφελές και όχι πραγματικά κακό θεωρούνται μισοί-παιδιά· σε κάθε περίπτωση, είναι απλώς μισοί, που σημαίνει μικρότερο της μονάδας. Αυτή η έννοια της μικρότητας παρεμποδίζει την κατανόηση της έννοιας της ισότητας, και, το κυριότερο, διαποτίζει τον τρόπο με τον οποίο μερικοί σκέφτονται για τους Αφρικανούς και τον τρόπο με τον οποίο οι Αφρικανοί σκέφτονται για τον εαυτό τους. Με αυτή την έννοια, υπάρχει ένα ζήτημα ως προς την αφρικανική ταυτότητα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Κατά συνέπεια, η αφρικανική ιστορία συχνά προσλαμβάνεται ως μισή ιστορία· το δυτικό πρότυπο φαίνεται πως είναι το σημείο αναφοράς για να ληφθεί κάποιο κείμενο στα σοβαρά, καθώς η Δύση ορίζει τη δομή και τη θεματολογία της γνώσης. Με αυτή την έννοια, εάν η αφρικανική ιστορία πρέπει να υιοθετήσει τον ευρωπαϊκό κανόνα για να αναγνωριστεί ως ιστορία, τότε αυτό είναι απλώς ανέφικτο.
Μερικοί Αφρικανοί συγγραφείς νιώθουν αυτή την προκατάληψη και έχουν γράψει γι’ αυτήν. Ο Valentin-Yves Mudimbe, γεννημένος στο πρώην Βελγικό Κονγκό, στην εισαγωγή του βιβλίου τουΗ Εφεύρεση της Αφρικής. Γνώση, Φιλοσοφία και η Τάξη της Γνώσης (The Invention of Africa. Gnosis, philosophy and the order of knowledge), αναφέρει πως «η ιδέα που έχουμε για την Αφρική και η ίδια η ιστορία της Αφρικής είναι μια εφεύρεση της Δύσης», και επιπλέον τονίζει πως «η μεταμόρφωση της μνήμης, όπως αυτή που εντοπίζεται σε μια αφρικανική αποικιοκρατική περιοχή, δεν είναι απλώς ένα συμβολικό συμβάν (…) αλλά είναι επίσης προφανώς μια δύναμη κυριαρχίας, και η αντίστοιχή της, η υποδούλωση, σηματοδοτεί τη μετατροπή της μνήμης, της οποίας η ανακατασκευή μαρτυρεί αυτή την έντονη βία». Επίσης, παραδέχεται «μια σιωπηρή εξάρτηση από τη δυτική επιστήμη» και το γεγονός πως η αποικιοκρατία «μεταμορφώνει μη ευρωπαϊκές περιοχές σε πλήρως ευρωπαϊκές κατασκευές».
Άλλοι συγγραφείς αναφέρονται σε παρόμοια φαινόμενα. Ο Mia Couto, γεννήθηκε στη Μοζαμβίκη και είναι διάσημος συγγραφέας στις περιοχές της Αφρικής που μιλούν πορτογαλικά. Ο ίδιος δήλωσε σε ακροατήριο φοιτητών στην εναρκτήρια ομιλία του ακαδημαϊκού έτους 2005: «Γινόμαστε μίζεροι όταν αναλογιζόμαστε τον εαυτό μας. Είναι δύσκολο για μας να σκεφτούμε ως ιστορικά υποκείμενα, να δούμε την Αφρική ως αφετηρία και ως προορισμό ενός ονείρου. Στην αρχή οι Αφρικανοί απορρίφθηκαν: Η περιοχή τους ήταν η απουσία· ο χρόνος τους ήταν εκτός της Ιστορίας. Έπειτα, οι Αφρικανοί μελετήθηκαν ως κλινική περίπτωση. Τώρα βοηθούνται να επιβιώσουν στην πίσω αυλή της ιστορίας».
Στην πραγματικότητα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι Αφρικανοί αρνήθηκαν την ύπαρξη αφρικανικής ιστορίας. Στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ, η ιστορία άρχιζε με την άφιξη των Ευρωπαίων το 1652, ενώ πριν από αυτήν δεν υπήρχε τίποτα, μια αντίληψη που συνδέεται με την έννοια της μικρότητας στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω.
Οι αλληλεπιδράσεις δυτικών και μη δυτικών πράγματι δεν είναι πολιτικά αθώες, οικονομικά ισότιμες ή πολιτιστικά αγαθές ως προς τις συνέπειές τους. Οι ιστορίες της παγκοσμιοποίησης και της μετα-αποικιοκρατίας είναι σύνθετες, διαπλέκονται και χρειάζονται περαιτέρω και βαθύτερη έρευνα. Παντού η συγγραφή της ιστορίας είναι μια αργή διαδικασία και η Αφρική δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται μία επιτάχυνση της διαδικασίας, και η πεποίθηση ότι η πορεία της αποαποικιοποίησης και του μετασχηματισμού της αφρικανικής σκέψης μπορεί να ξεκινήσει από τη διδασκαλία της ιστορίας στις σχολικές αίθουσες είναι λανθασμένη. Οι Αφρικανοί δεν έχουν τον χρόνο αλλά την ανάγκη να δουν τους εαυτούς τους από μέσα, καθώς αυτό που έχει πλέον σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο η Αφρική γίνεται αντιληπτή στον κόσμο. Πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι οι σημερινές αντιλήψεις έχουν οικονομικό κόστος, το οποίο είναι εμφανές στο επίπεδο των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου δυναμικού που εισρέει στην αφρικανική ήπειρο.
Έχουν γίνει βήματα προς τη συγγραφή μιας συνεκτικής ιστορίας της Αφρικανικής ηπείρου. Είναι η περίπτωση του Joseph Ki-Zerbo , γεννημένου στο κράτος που κάποτε ονομαζόταν Άνω Βόλτα (Upper Volta) και σήμερα ανήκει στην Μπουρκίνα Φάσο, ο οποίος υιοθέτησε τα πρότυπα της UNESCO και έγραψε την Ιστορία της Μαύρης Αφρικής, που εκδόθηκε το 1972. Αξίζει να αναφερθεί ο λόγος για την οποία την έγραψε. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του περιέγραψε πώς μια ομάδα αφρικανών φοιτητών μελετούσε στη Σορβόννη στα τέλη της δεκαετίας του 1950: «Ανυπομονούσαμε να ερευνήσουμε την αυθεντική μας ιστορία την ίδια στιγμή που παρακολουθούσαμε διαλέξεις για τη φεουδαρχική μοναρχία της Γαλλίας, τη Φλωρεντία του 15ου αιώνα ή τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ήταν ένα ζήτημα για εμάς να εξερευνήσουμε και να ανακαλύψουμε τη συλλογική διαδρομή μιας ολόκληρης ηπείρου· αλλά πάνω απ’ όλα θέλαμε να αποδείξουμε στους αποικιοκράτες πόσο άδικο είχαν. Έγραψα άρθρα για την ιστορία στην έκδοση των αφρικανών καθολικών φοιτητών, Tam-Tam. Αφού σάρωσα τις παρισινές βιβλιοθήκες, εξέδωσα ένα άρθρο στο περιοδικό Αφρικανική παρουσία ( Presence Africaine), που συζητήθηκε ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, με τίτλο Τα οικονομικά του εμπορίου σκλάβων ή η οργανωμένη λεηλασία. Όταν επέστρεψα το 1957 στην Αφρική για να διδάξω σε ένα λύκειο στην Dakar και είδα πως η Αφρική δεν ήταν στο πρόγραμμα σπουδών, αποφάσισα να κάνω απογευματινά μαθήματα Αφρικανικής Ιστορίας. Όλοι οι μαθητές του σχολείου πάλευαν για να βρουν μια θέση στην αίθουσα· και ακόμη και σήμερα, πάνω από 40 χρόνια μετά, αφρικανοί αξιωματούχοι και ηγέτες μου μιλούν γι’ αυτό με ενθουσιασμό».
Το 1982, ο ανθρωπολόγος Eric R. Wolf έγραψε ένα βιβλίο, Η Ευρώπη και οι λαοί χωρίς ιστορία, [1] που εστίαζε στην επέκταση των ευρωπαϊκών κοινωνιών μετά το 1400. Η ιστορία του ήταν γραμμένη σε παγκόσμια κλίμακα και ιχνηλατούσε τις συνδέσεις ανάμεσα σε κοινότητες, επαρχίες, λαούς και έθνη που συνήθως αντιμετωπίζονταν ως διακριτά υποκείμενα. Το βιβλίο προκάλεσε αντιπαραθέσεις, καθώς ο Wolf είχε υιοθετήσει μαρξιστικές έννοιες ως εργαλεία ανάλυσης. Στην πρόσφατη έκδοση του 2010, ο Thomas Hylland Eriksen, που έγραψε τον πρόλογο, εξηγεί πως «ο κεντρικός ισχυρισμός αυτού του βιβλίου είναι ότι η ανθρωπότητα αποτελεί μια πολλαπλότητα, ένα σύνολο διασυνδεμένων διαδικασιών και αναζητήσεων που αποσυναρμολογούν αυτό το σύνολο σε κομματάκια και έπειτα αποτυγχάνουν να το συναρμολογήσουν (…) έννοιες όπως «έθνος», «κοινωνία» και «πολιτισμός» δίνουν ονόματα στα διάφορα κομματάκια και απειλούν να μετατρέψουν τα ονόματα σε πράγματα». Επιπλέον, ο ίδιος ο Wolf υποστηρίζει ότι «με το να μετατρέπουμε τα ονόματα σε πράγματα δημιουργούμε ψεύτικους τύπους της πραγματικότητας. Με το να προικίζουμε έθνη, κοινωνίες ή πολιτισμούς με τα χαρακτηριστικά της εσωτερικής ομοιογένειας, της εξωτερικής ιδιαιτερότητας και των οριοθετημένων αντικειμένων, τότε δημιουργούμε ένα μοντέλο του κόσμου που προσομοιάζει με μια παγκόσμια αίθουσα μπιλιάρδου όπου οι οντότητες περιστρέφονται μεταξύ τους όπως οι μπίλιες του μπιλιάρδου (…) οι έννοιες δεν αποτυπώνονται στα πράγματα από τη φύση, αλλά αναπτύσσονται και επιβάλλονται από τον άνθρωπο. Αρκετά πράγματα απορρέουν από αυτό. Η ικανότητα να αποδίδεις έννοιες – να ονοματοδοτείς πράγματα, ενέργειες και ιδέες – είναι πηγή δύναμης. Ο έλεγχος της επικοινωνίας επιτρέπει στους διαχειριστές της ιδεολογίας να καθορίσουν τις κατηγορίες μέσω των οποίων η πραγματικότητα θα γίνει αντιληπτή. Αντίστροφα, αυτό συνεπάγεται την δυνατότητα να αρνηθείς την ύπαρξη εναλλακτικών κατηγοριών, να τα τοποθετήσεις στη σφαίρα της αταξίας και του χάους, να τα καταστήσεις κοινωνικά και συμβολικά αόρατα».
Ωστόσο, αυτή η σύνθετη διαδικασία της εύρεσης της ταυτότητας αντιμετωπίζει ζητήματα που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από την δηλωμένη ανάγκη να αλλάξει η ορολογία ή να αναθεωρηθεί η ιστοριογραφία. Ο Jonathan D. Jansen, που ήταν ο πρώτος μαύρος Κοσμήτορας Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Πρετόρια μετά την πτώση του απαρτχάιντ και τώρα είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Free State της Νότιας Αφρικής, έγραψε ένα βιβλίο με τον υπαινικτικό τίτλο Γνώση στο Αίμα. Αντιμετωπίζοντας τη φυλή και το παρελθόν του απαρτχάιντ , που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Stanford το 2011. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία των λευκών νοτιοαφρικανών φοιτητών, των νέων Αφρικάνερ, που γεννήθηκαν την εποχή που ο Νέλσον Μαντέλα (Mandela) αποφυλακίστηκε, είχαν εδραιωμένες απόψεις για ένα παρελθόν που δεν έζησαν και αυστηρές απόψεις για τους μαύρους. Ο Jonathan D. Jansen αναφέρεται στη μνήμη πολλαπλών τραυμάτων, στις εμπειρίες εκείνων που μεγάλωσαν υπό το καθεστώς προγενέστερων αφηγήσεων, στην αντίθεση ανάμεσα στη βιωμένη ιστορία των γονιών και στην ιστορία των παιδιών τους, στον τρόπο που οι μνήμες μεταφέρουν συναισθήματα (φόβος, άγχος, υπερηφάνεια, πόνος) και αποτελούν μια πολύ συγκεκριμένη κατασκευή, που προσδιορίζεται ως «γνώση στο αίμα».
«Η γνώση έτσι όπως γίνεται αντιληπτή συνεπάγεται την ενοχή. Το να γνωρίζεις ή μη για μια κτηνωδία, ανεξάρτητα εάν κάποιος την διέπραξε ή όχι, έχει ποινικές συνέπειες και, το σημαντικότερο, προσωπικές και οικογενειακές συνέπειες. (…) Η γνώση ενός φριχτού ή ενός ένδοξου παρελθόντος φυσικά και δεν μεταδίδεται μόνο με λέξεις». [2]
Ο J. D. Jansen επισημαίνει, επίσης, ότι οι τάξεις στο μάθημα της ιστορίας μπορεί να είναι διαιρεμένοι τόποι, όπου διαφορετικές αφηγήσεις συνοδεύονται με άμεση και έμμεση γνώση, κυρίως έμμεση, και όπου ο δάσκαλος μπορεί να είναι φορέας επίσης προβληματικής γνώσης. Επιπλέον, τονίζει ότι «το απαρτχάιντ δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς τη συνεργασία των μαύρων και το ίδιο απαρτχάιντ δεν θα μπορούσε να ανατραπεί χωρίς την αλληλεγγύη των λευκών».
Οι παγκόσμιες διαδικασίες που δρομολογήθηκαν από την ευρωπαϊκή επέκταση αποτελούν επίσης την ιστορία των Αμερικανών, των Αφρικανών και των Ασιατών: η εξάπλωση των Ευρωπαίων σε όλους τους ωκεανούς συνεπάγεται ότι οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Οι Ευρωπαίοι επέστρεψαν στην ήπειρό τους με οδυνηρό τρόπο· η αποαποικιοποίηση αποτελεί ακόμη μια ανολοκλήρωτη διαδικασία.
Όσον αφορά στην Αφρική, η ικανότητα τόσο των Ευρωπαίων όσο και των Αφρικανών να κατανοήσουν την αμοιβαία συνάντηση και σύγκρουση εξακολουθεί να είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, το οποίο στην πραγματικότητα και τα δύο μέρη αποφεύγουν. Μία από τις ορατές δυσκολίες παραμένει η διδασκαλία της δουλείας. Παρόλο που διδάσκεται στα αφρικανικά προγράμματα σπουδών, εστιάζει στη θυματοποίηση και στερείται ακρίβειας. Από τη στιγμή που οι ευρωπαίοι δουλέμποροι απλώς μετέφεραν τους δούλους από τις αφρικανικές ακτές στην Αμερική, το στάδιο της προμήθειας δούλων ήταν σε αφρικανικά χέρια. Αυτά τα ζητήματα δεν εξετάζονται. Παρομοίως, η συμβολή της Αφρικής στη δημιουργία του αμερικανικού πλούτου μόλις πρόσφατα άρχισε να διερευνάται στις κοινωνικές μελέτες της Βόρειας Αμερικής, ενώ ο ρόλος της αφρικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς στο χωνευτήρι της Βραζιλίας έχει ευρέως μελετηθεί.
Η αποαποικιοποίηση της γνώσης και κατ’ επέκταση της ιστορίας – που εδώ θεωρείται ως η βάση για να αντιληφθούμε τις σύγχρονες πραγματικότητες – πραγματοποιεί τα πρώτα της βήματα στην αφρικανική ήπειρο και απαιτεί επίσης το λιγότερο μια διεξοδική αναθεώρηση.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
- Jansen J. D. (2009), Knowledge in the Blood, Stanford University Press, Stanford California.
- Jansen J. D. (2011), We need to talk, Bookstorm, Northcliff, South Africa.
- Jansen J. D. (2011), Letters to my Children, Bookstorm, Northcliff, South Africa.
- Βιο-εργογραφία της Chimamanda Ngozi Adichie
- Βιο-εργογραφία του Mia Couto
- Η ομιλία της Mia Couto “The Seven Dirty Shoes” στα Πορτογαλικά
- Το ποίημα του Rudyard Kipling “The White man’s burden”
- Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
- Δημήτρης Λιβιεράτος, Μαύρη Ήπειρος: Εισαγωγή στην ιστορία της Αφρικής, Κουκκίδα, Αθήνα 2013.