Σύνδεση

Θεματική ενότητα

Dominic Sachsenmaier, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Jacobs, Βρέμη, Γερμανία

Παρά τη μακρά ιστορία επαφών και διασυνδέσεων της Ευρώπης με τον υπόλοιπο κόσμο, οι πιο μορφωμένοι πολίτες της παραμένουν ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό μονο-πολιτισμικοί ως προς την εκπαίδευσή τους. Ενώ πολλοί ευρωπαίοι διανοούμενοι ταυτίζονται με τις αξίες του κοσμοπολιτισμού, σε τυπικό και εγκύκλιο επίπεδο δεν έχουν πολλές γνώσεις για το μη δυτικό κόσμο. Αυτό το μάλλον προβληματικό μοντέλο είναι ορατό, μεταξύ άλλων, στους τομείς της ιστορικής γνώσης και της ιστορικής εκπαίδευσης. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, τα αναλυτικά προγράμματα της ιστορίας μετά βίας ξεπερνούν τα όρια αυτού που συνήθως γίνεται αντιληπτό ως «Δύση». Αλλά και οι θεματικές περιοχές, τις οποίες καλύπτει η ακαδημαϊκή ιστορία, διαπνέονται συνήθως από μια παρόμοια λογική: Στις περισσότερες περιπτώσεις επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι –περισσότερο ή λιγότερο– η ευρωπαϊκή ιστορία.

Ως συνέπεια αυτής της εσωστρεφούς ακαδημαϊκής κουλτούρας, ολόκληρες γενιές σπουδαστών αποφοιτούν από σχολεία και πανεπιστήμια χωρίς στοιχειώδεις, έστω, γνώσεις για άλλα μέρη του κόσμου. Ακόμα και στις τάξεις των πτυχιούχων των Τμημάτων Ιστορίας των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, μόνο μια μικρή μειονότητα έχει παρακολουθήσει μαθήματα σχετικά με το ιστορικό παρελθόν περιοχών, όπως η ανατολική και η νότια Ασία, η Μέση Ανατολή, η υπο-σαχάρια Αφρική ή η Λατινική Αμερική. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι απόφοιτοι των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων κατά κανόνα υστερούν σε σημαντικές δεξιότητες, όπως η συγκριτική ματιά και η δυνατότητα συσχετισμών, οι οποίες συνήθως προάγονται μέσα από τη γνώση για διαφορετικά μέρη του κόσμου.

Σε περιόδους κατά τις οποίες η Δύση είχε κυρίαρχο διεθνή ρόλο, ένας τέτοιος πολιτισμικός εγωκεντρισμός θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, έστω και με μάλλον κυνικά επιχειρήματα. Ακόμα και μέχρι πριν από μια γενιά, οι ερευνητές και οι εκπαιδευτικοί από την Ευρώπη μπορούσαν να αναφέρονται στο χάσμα ανάπτυξης μεταξύ της Δύσης και του μεγαλύτερου μέρους του υπόλοιπου κόσμου, προκειμένου να στηρίξουν τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν αναγκαίο να γνωρίζει κανείς πολλά για τον υπόλοιπο κόσμο –με μοναδική ίσως εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την άνοδο των οικονομιών των χωρών της αποκαλούμενης ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και σε έναν κόσμο όπου η Κίνα προορίζεται να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, ο ισχύων κανόνας της ιστορικής εκπαίδευσης μοιάζει απελπιστικά παρωχημένος1. Πέρα από τη μεταμόρφωση του παγκόσμιου σκηνικού στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, μπορούμε να αναμένουμε σημαντικές αλλαγές και στο διεθνές ακαδημαϊκό τοπίο. Χώρες, όπως η Κίνα, επενδύουν πολύ στα εκπαιδευτικά τους συστήματα και ορισμένα κινεζικά πανεπιστήμια έχουν καταγράψει θεαματική άνοδο στους διεθνείς πίνακες αξιολόγησης των πανεπιστημίων. Στην Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία και σε πολλά ακόμα μέρη του κόσμου, οι μαθητές δεν αποφοιτούν από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν δεν γνωρίζουν την ιστορία της Δύσης και όχι μόνο την ιστορία των χωρών τους.

Στο παράδειγμα των -ιδιαίτερα πυκνών τα τελευταία χρόνια- σχέσεων συνεργασίας της Ευρώπης με την Ασία, οι άνθρωποι που συνήθως έχουν καλή εποπτεία και των δύο πολιτισμικών παραδειγμάτων προέρχονται συνήθως από τη μη ευρωπαϊκή πλευρά. Αντίθετα, καταγράφονται αξιοσημείωτα χαμηλά ποσοστά εκμάθησης τοπικών γλωσσών στις τάξεις των Ευρωπαίων που εργάζονται στις ασιατικές χώρες.

Παραδόσεις της ευρωπαϊκής παγκόσμιας ιστορίας

Ωστόσο, η Ευρώπη έχει μια μακρά παράδοση στενής διασύνδεσης με τον υπόλοιπο κόσμο. Ήδη ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό (έτος θανάτου περ. 425 π.Χ.), ο οποίος αποκαλείται και «πατέρας της ιστορίας», μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός πρώιμος εκπρόσωπος μιας ιστοριογραφίας παγκοσμίων διαστάσεων, καθώς το έργο του κάλυψε γεωγραφικές περιοχές που εκτείνονταν από τις δυτικές και νότιες ακτές της Μεσογείου έως την κεντρική Ασία και την Ινδία.

Έχει, επίσης, ενδιαφέρον το φαινόμενο ότι για πολλούς αιώνες στην Ευρώπη άνθησε το είδος της παγκόσμιας ιστορίας, που δεν περιοριζόταν σε ένα τοπικό-εθνικό παράδειγμα αλλά κάλυπτε και το παρελθόν άλλων λαών και πολιτισμών. Αρχικά αυτή η εξιστόρηση δεν ξέφευγε από μια γενική οικουμενική αφήγηση που ταυτιζόταν επί της ουσίας με τη βιβλική θεώρηση της ιστορίας του κόσμου, στην πορεία όμως (ιδίως από τον 16ο αιώνα και έπειτα) εμπλουτίστηκε από τις εξειδικευμένες αφηγήσεις ιεραποστόλων και περιηγητών, οι οποίοι ταξίδευαν και αποκτούσαν άμεση εμπειρία από χώρες και πολιτισμούς εκτός Ευρώπης. Σημαντικοί διανοητές του Διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος, όταν αναφέρονταν στις ευρωπαϊκές αξίες, αξιοποιούσαν στο έργο τους τη σύγκριση με άλλους πολιτισμούς.

Η κατάσταση άλλαξε μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και τη ραγδαία άνοδο της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου στην Ευρώπη, η οποία συνδυάστηκε  με την επέκταση της πολύμορφης ευρωπαϊκής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Ως γενική τάση, η πολιτισμική αυτοπεποίθηση είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι κυρίαρχοι διανοητικοί και πολιτικοί κύκλοι στην Ευρώπη να θεωρούν εντελώς περιττή τη μελέτη και ενασχόληση με άλλα μέρη του πλανήτη. Τα έργα παγκόσμιας ιστορίας με τη μεγαλύτερη επίδραση κατά τον 19ο αιώνα είχαν γραφτεί υπό το πνεύμα και την οπτική ενός «ανώτερου πολιτισμού». Ενδεικτικά αναφέρεται το παράδειγμα του Έγελου (Hegel, πέθανε το 1831), ο οποίος αρνούνταν ανοιχτά ότι τα περισσότερα μέρη του κόσμου διέθεταν πραγματική ιστορία, με την έννοια της προοδευτικής εξέλιξης προς την ελευθερία και την αυτοπραγμάτωση. 

Επιπτώσεις διάρκειας

Η ιδέα της πολιτισμικής υπεροχής της Ευρώπης δεν είναι πλέον αποδεκτή από τη μεγάλη πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών στην Ευρώπη. Αυτό που έμεινε αξιοσημείωτα σταθερό, ωστόσο, κατά τα τελευταία 150 χρόνια είναι οι γεωγραφικοί ορίζοντες της ιστορικής εκπαίδευσης: Ακριβώς όπως και το 19ο αιώνα, ο υπόλοιπος κόσμος ακόμα και σήμερα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγνοημένος από την κουλτούρα της ιστοριογραφίας. Αυτή η αξιοσημείωτη συνέχεια τεκμηριώνεται όχι μόνο από τη μάλλον ευρωκεντρική στόχευση των αναλυτικών προγραμμάτων ιστορίας, αλλά και από το περιφερειακό επιστημονικό ενδιαφέρον που δείχνουν τα περισσότερα πανεπιστημιακά Τμήματα Ιστορίας.

Αντιμετωπίζοντας την ιστορία πρωτίστως ως ευρωπαϊκή υπόθεση, το σύγχρονο ακαδημαϊκό και εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης διαιωνίζει σιωπηρά απόψεις για τον κόσμο που ανάγονται στον 19ο αιώνα, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι αντίστοιχες απόψεις της προηγούμενης περιόδου του Διαφωτισμού. Κάτι τέτοιο δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη, καθώς τα Τμήματα Ιστορίας συγκροτήθηκαν ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν ο ευρέως διαδεδομένος ευρωκεντρισμός και η ανοιχτά διατυπωμένη έλλειψη ενδιαφέροντος για άλλα μέρη του κόσμου αποτυπώθηκε και σε αντίστοιχες θεσμικές δομές στα πανεπιστήμια. Η μη ευρωπαϊκή ιστορία τέθηκε σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο, καθώς η ευρωπαϊκή θριαμβολογία έκανε να μοιάζει εντελώς ασήμαντη η μελέτη των πολιτισμών άλλων περιοχών του πλανήτη.

Η συνέχιση της μονο-πολιτισμικής οπτικής της ιστοριογραφίας αρχίζει να μοιάζει ανησυχητικά παρωχημένη, καθώς δεν ζούμε πια σε ένα ευρωκεντρικό, ούτε καν σε έναν δυτικοκεντρικό κόσμο. Αντιθέτως, η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μάλλον βαθιές μετατοπίσεις της γεωοικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής πέρα από τον βορειοατλαντικό κόσμο, με κοινωνίες, όπως αυτές της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας,να αναδεικνύονται σε σημαντικές παγκόσμιες δυνάμεις. Στο μέλλον θα πρέπει όχι μόνο να λαμβάνουμε υπόψη αυτές τις κοινωνίες, αλλά και να κατανοούμε καλύτερα τις ιστορικές τους διαδρομές και την πολιτιστική τους κληρονομιά. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εκπρόσωποι της πνευματικής, ακαδημαϊκής, πολιτικής και οικονομικής ζωής στην Ευρώπη δεν θα διαθέτουν την κατάλληλη διανοητική σκευή προκειμένου να αλληλεπιδρούν με υπευθυνότητα και επιτυχία σε μια ρευστή  μεταβατική εποχή, όπως η δική μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Amidu, Maria (2004), Report to the Understanding Slavery Initiative Group (2004) (Phase I Research Report to a National and Regional Museums Consortiuum.) London: mariaandco consultancy (Unpublished outside of the Museums group). 
Barthes, Roland (1964), Introduction to the structural analysis of the narrative. Birmingham: Centre for Contemporary Cultural Studies. 
Creswell, Jon and Lawrence, Peter (1993), Expansion, Trade and Industry. Oxford University Press: Oxford. 
Fisher, Susie; Frampton, Phil; Hunt, Karen; and Mansfield, Clare (2003), Understanding The Transatlantic Slave Trade: A Report on Consultation with Teachers and Students For The Understanding Slavery Initiative. London: Susie Fisher Group. 
Fryer Peter (1982), Staying Power: The History of Black People in Britain. London: Pluto Press. 
Hawkey, Kate and Morgan, Carol (2005), Textbook Analysis and Cultural Comparison In: Morgan, Carol (Editor) (2005) Ch1: 43-86. Inter- and Intra-cultural differences in European history Textbooks Bern: Peter Lang. 
Levy, Roger and Smart, Dean (2000), Multicultural Britain: A Resource for Teachers. Cheltenham: Nelson Thornes. 
Marsden, William E. (2001), The School Textbook: Geography, History and Social Studies. London: Woburn. 
Ofsted (2011), History for All (Report) London: Office for Standards in Education http://www.ofsted.gov.uk/ resources/history-for-all. 
Ramdin, R. (1999), Reimaging Britain: 500 years of Black and Asian History. London: Pluto Press. 
Robson, Walter (1992), Access to History: Crown, Parliament and People 1500 – 1750. Oxford: Oxford University Press. 
Salmons, Paul (2003), Teaching or Preaching? The Holocaust and intercultural education in the UK. In: Intercultural Education, 14:2, pp139-149 June 2003. 
Smart, Dean (2005), Invisible, Stereotypes or Citizens? Representations of People of Colour in Key Stage Three History Textbooks in England. (Unpublished doctoral thesis.) Bristol: University of the West of England.


1 (Σημ. ελληνικής έκδοσης): Στον –πολύ σημαντικό– αυτό παράγοντα μπορεί να κανείς προσθέσει και άλλες ουσιώδεις πτυχές της σύγχρονης πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας σε διεθνές επίπεδο, όπως την αλματώδη ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, αλλά και τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές που επηρεάζουν σημαντικό μέρος του πλανήτη και συντελούν στην εκ των πραγμάτων πολύ μεγαλύτερη επαφή, επικοινωνία και διασύνδεση μεταξύ διαφορετικών κρατών και λαών.