Hugh Cunningham, emeritus professor of social history at the University of Kent
Κάθε γενιά ανακατασκευάζει την έννοια της νεότητας. Ο Hugh Cunningham (Χαγκ Κάνιγκαμ) διερευνά κάποιες από αυτές τις ανακατασκευές της παιδικής ηλικίας.
Οι ιδέες πάνω στη φύση της παιδικής ηλικίας και στον καλύτερο τρόπο για να αναθρέψει κανείς ένα παιδί έχουν αλλάξει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Είναι αλήθεια ότι σε κάθε εποχή μπορούμε να βρούμε ανθρώπους που διαφωνούν για τα ζητήματα αυτά, αλλά στις περισσότερες περιόδους του παρελθόντος έχουν προκύψει κυρίαρχα μοντέλα σκέψης σχετικά με την παιδική ηλικία. Μπορούμε να τα αντιληφθούμε ως «εφευρέσεις» της παιδικής ηλικίας, ως νέους τρόπους να φανταζόμαστε τα βασικά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας.
Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι οι γονείς ακολουθούσαν απαραιτήτως τις συμβουλές που τους δίνονταν. Αρκετά συχνά εκείνοι που καθόριζαν τα ιδανικά γνώριζαν πολύ καλά ότι η καθημερινή ανατροφή των παιδιών από τους γονείς διέφερε σημαντικά από ό, τι θεωρούνταν ως βέλτιστη πρακτική.
Μεσαίωνας
Κατά τη διάρκεια των πέντε αιώνων μεταξύ της νορμανδικής κατάκτησης του 1066 και της αυγής της Μεταρρύθμισης, υπήρχαν πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με την παιδική ηλικία. Αλλά υπήρχε ένα κυρίαρχο και διαρκές θεσμικό όργανο, η Καθολική Εκκλησία, η οποία έπαιζε τον κύριο ρόλο. Στην τελετή της βάπτισης ένα παιδί περιερχόταν στην Εκκλησία και απελευθερωνόταν από το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος. Τα μωρά, είχε πει ένας ιεροκήρυκας, «είναι απλά, αθώα, χωρίς κακία, αγνά και αδιάφθορα».
Η Εκκλησία είχε κληρονομήσει από τις ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα αντιλήψεις για τα στάδια της ζωής. Η βρεφική ηλικία διαρκούσε μέχρι την ηλικία των επτά ετών, η “pueritia” ή παιδική ηλικία μέχρι τα δεκατέσσερα, για να ακολουθήσει έπειτα η εφηβεία.
Αυτές οι ηλικίες ήταν κατά κάποιο τρόπο στάδια που οδηγούσαν το άτομο στην κορύφωση της ζωής του, στην ενηλικίωση: Η παιδική ηλικία δε θεωρούνταν τόσο σημαντική όσο θεωρείται σήμερα για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, υπήρχαν περιθώρια για συζήτηση για το ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ανατραφεί ένα παιδί.
Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μια ιστορία για τον Άγιο Άνσελμο, Αρχιεπίσκοπο του Καντέμπουρι, που ανάγεται στο πέρασμα από τον 11ο στο 12ο αιώνα. Ένας ηγούμενος μίλησε στον Άνσελμο για τις δυσκολίες που είχε έχοντας αναλάβει την ανατροφή αγοριών. Ο ηγούμενος ήταν πολύ αυστηρός και χτυπούσε τα αγόρια για κάθε παράπτωμα. Ο Άνσελμος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οργή του: «Για όνομα του Θεού», ξέσπασε, «θα ήθελα να μου πείτε γιατί είστε τόσο εξαγριωμένος εναντίον τους. Δεν είναι άνθρωποι; Δεν έχουν σάρκα και αίμα, όπως εσείς;» Τα αγόρια, είπε, χρειάζονται «την ενθάρρυνση και τη βοήθεια της πατρικής καλοσύνης και ευγένειας», όχι μόνο χτυπήματα.

Οι απόψεις του Άνσελμου έγιναν ευρέως γνωστές και αναφέρονταν συχνά στον ύστερο Μεσαίωνα. Αλλά και ο ηγούμενος είχε τους υποστηρικτές του: Κάθε εικόνα μιας σχολικής αίθουσας απεικόνιζε έναν δάσκαλο να κρατά ένα μαστίγιο. Η φράση «Παράτησε τη ράβδο και κακόμαθες το παιδί» αντηχεί στη διάρκεια των περισσότερων αιώνων της βρετανικής ιστορίας.
Αλλά πέρα από οτιδήποτε άλλο, αυτή η συζήτηση σχετικά με την ανατροφή των παιδιών ενισχύει την ιδέα, όπως συχνά αναφέρεται, ότι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μετά από αυτόν, τα παιδιά αντιμετωπίζονταν απλά ως «μικροί ενήλικες». Δεν ήταν όμως. Η παιδική ηλικία ήταν σαφώς μια ξεχωριστή περίοδος της ζωής του ανθρώπου.
Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση
Η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα αντικατέστησε την Καθολική Εκκλησία και τις τελετουργίες της με μια αυστηρότερη πίστη. Τα παιδιά και οι γονείς τους δεν είχαν πλέον την άνεση να γνωρίζουν ότι, από τη στιγμή που είχαν βαφτιστεί, θα απαλλάσσονταν από τους πόνους της κόλασης, όταν πέθαιναν. Ευσεβείς γονείς, παρασυρμένοι από ιεροκήρυκες, ανέτρεφαν τα παιδιά τους δίνοντας έμφαση στη συνειδητοποίηση των αμαρτιών τους και την ανάγκη για σωτηρία.
Καθώς ο έντυπος λόγος διαδιδόταν όλο και περισσότερο, η κατήχηση έγινε το κύριο μέσο με το οποίο τα παιδιά μάθαιναν για το Θεό. Οι ενήλικες έθεταν τις ερωτήσεις και τα παιδιά μάθαιναν τη σωστή απάντηση. Οι γονείς δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν πολύ νωρίς: Υπήρχε μια κατήχηση για παιδιά «που δεν είχαν βγει από το στάδιο του θηλασμού» - ένα εγχειρίδιο τετρακοσίων σελίδων που απευθυνόταν σε πεντάχρονα παιδιά. Οι γονείς, αν όχι και τα παιδιά, ζούσαν σε μια κατάσταση έντονου άγχους -κάτι που κράτησε μέχρι την εποχή μας.
Υπάρχουν πολλές πηγές που επιβεβαιώνουν ότι μερικά παιδιά ανταποκρίνονταν γρήγορα. Το πιο διάσημο βιβλίο για παιδιά κατά το 17ο αιώνα ήταν του James Janeway (Τζέιμς Τζάναγουεϊ) «Ένα δοκίμιο για παιδιά, μια ακριβής περιγραφή της μεταστροφής, ιερές και υποδειγματικές ζωές, και ευχάριστοι θάνατοι διάφορων νεαρών παιδιών». (A Token for Children, being an Exact Account of the Conversion, Holy and Exemplary Lives, and Joyful Deaths, of several young Children).

Ο Janeway ήταν ένας προτεστάντης ιερέας στο Λονδίνο. Είχε βιώσει τον τρομερό λοιμό του 1665, στον οποίο τα παιδιά αποδείχτηκαν πολύ πιο ευάλωτα. "Μήπως ποτέ άκουσες για ένα μικρό παιδί που πέθανε;", ρώτησε. "Και αν τα άλλα παιδιά πεθαίνουν, γιατί μπορεί εσύ να μην αρρωστήσεις και να πεθαίνεις; Και τι θα κάνεις τότε, παιδί μου, αν δεν έχεις τη θεία χάρη στην καρδιά σου, και απογίνεις ό,τι και τα άλλα άτακτα παιδιά;»
Προσέφερε ίσως κάποια ανακούφιση στον σύγχρονο αναγνώστη η διαπίστωση ότι υπήρχαν κάποια "άτακτα παιδιά", προφανώς ανεπηρέαστα από τους κήρυκες. Υπήρχε όμως και μια θετική πλευρά: Οι γονείς συμβουλεύονταν να μην καταφεύγουν πολύ εύκολα στη σωματική τιμωρία, και να στοχεύουν σε μια χρυσή τομή, σύμφωνα με τα λόγια ενός συμβουλευτικού βιβλίου, "έτσι ώστε εγώ ούτε να κάνω το παιδί μου να με περιφρονεί λόγω υπερβολικής επιείκειας, ούτε να με μισεί λόγω υπερβολικής αυστηρότητας".
Διαφωτισμός
Το 1693 ο σπουδαίος φιλόσοφος ο Τζον Λοκ (John Locke, 1632-1704) δημοσίευσε "Μερικές Σκέψεις Σχετικά με την Εκπαίδευση", βιβλίο που έκτοτε έγινε το πιο γνωστό έργο στη Βρετανία για την παιδική ηλικία. Οι καταβολές του δύσκολα προμήνυαν κάτι τέτοιο. Ο Λοκ υπήρξε δάσκαλος σε παιδιά αριστοκρατών. Με βάση την εμπειρία του έγραψε μερικές επιστολές σε κάποιον συγγενή του σχετικά με την ανατροφή των παιδιών. Αφού ήδη κυκλοφόρησαν αυτές από χέρι σε χέρι, και τελικά ο Λοκ πείστηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Λοκ, σε αντίθεση με τους Πουριτανούς του 16ου και 17ου αιώνα, δε φαίνεται να ανησυχεί καθόλου για τη σωτηρία του παιδιού. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στο να προτείνει τρόπους για την ενστάλαξη στα παιδιά καλών συνήθειων που θα διαρκέσουν μια ζωή. Ο τρόπος για να γίνει αυτό δεν ήταν μέσα από τη σωματική τιμωρία, ούτε με εκφοβισμό, καθώς οι υπηρέτες είχαν την τάση να αφηγούνται στα παιδιά ιστορίες φαντασμάτων και ξωτικών, αλλά μέσα από την υιοθέτηση της λογικής ως οδηγού.
Για τον Λοκ, "η αρχή όλων των αξιών και της τελειότητας έγκειται σε μια δύναμη άρνησης της ικανοποίησης των δικών μας επιθυμιών, όπου η λογική δεν τις επιτρέπει", κι αυτό θα πρέπει να εμφυσηθεί από την νηπιακή ηλικία. Το πρώτο πράγμα που τα μωρά θα πρέπει να μάθουν είναι ότι δε πρέπει να έχουν κάτι γιατί τους αρέσει, αλλά επειδή θεωρείται καλό για αυτά. Ο Λοκ δίνει συνεχώς συνετές συμβουλές για το πώς πρέπει να ντύνονται και να τρέφονται τα παιδιά, αλλά και συστήνει στους γονείς να μην αγοράζουν πάρα πολλά παιχνίδια.

Θεωρεί επίσης ότι η μάθηση πρέπει να γίνει διασκέδαση, και ότι τα παιδιά πρέπει "να αντιμετωπίζονται τρυφερά (...) και να έχουν πράγματα για να παίζουν". Αναγνωρίζει, επίσης, ότι το κάθε παιδί θα έχει τη δική του "φυσική διάνοια και συγκρότηση". Οι γονείς υποδέχτηκαν το βιβλίο του Λοκ με τον ίδιο τρόπο που θα υποδεχτούν τον δόκτορα Σποκ στα μέσα του εικοστού αιώνα: Τους απάλλαξε από πολλές αγωνίες και τους προσέφερε ένα σαφές πρόγραμμα για το πώς, κατά τα εννέα δέκατα, όπως έλεγε ο Λοκ, ένα παιδί εξελίσσεται σε ενήλικα. "Καλός ή κακός, χρήσιμος ή όχι", σε κάθε περίπτωση θα είναι το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης του.
Οι ρομαντικοί
Για μισό αιώνα ή περισσότερο το βιβλίο του Λοκ κυριάρχησε στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, καθώς και στη Βρετανία. Η μεγαλύτερη πρόκληση προήλθε από τον Ζαν-Ζακ Ρουσό στο έργο του "Αιμίλιος" (Jean-Jacques Rousseau,1762). Για τον Ρουσό, το πρόβλημα του Λοκ έγκειται στην εμμονή του να αντιμετωπίζει το παιδί ως μέλλοντα ενήλικα. Ο Ρουσό ήταν ίσως ο πρώτος στοχαστής που επικεντρώθηκε πραγματικά στο παιδί. "Μην προσπαθείτε να πείσετε με τη λογική τα παιδιά", έγραψε. "Ας τους αφήσουμε να μάθουν από τα πράγματα, από τη φύση, όχι από τους δασκάλους."
Ο Ρουσό προετοίμασε το έδαφος για τους ρομαντικούς ποιητές στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Από την ιδέα του Ρουσό ότι ένα παιδί πρέπει να μαθαίνει από τη φύση, ελάχιστα απείχε η ρομαντική αντίληψη ένα παιδί να μπορεί να έχει πρόσβαση στο φυσικό κόσμο με έναν τρόπο που έχει απορριφθεί από τον κόσμο των κουρασμένων ενηλίκων.

Η παιδική ηλικία, για πρώτη φορά, έγινε η πιο προνομιακή και ίσως η πιο ελκυστική φάση της ζωής. Στο έργο του "Νύξεις Αθανασίας από τις Αναμνήσεις των Πρώτων Παιδικών Χρόνων" ("Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood", 1808 ), ο Γουίλιαμ Γουόρντσβορθ (William Wordsworth) φαντάστηκε τα παιδιά να κατεβαίνουν από τον ουρανό "σύροντας σύννεφα δόξας". Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του Γουόντσβορθ -ίσως τόσο μεγάλη κατά τον 19ο αιώνα, όσο αυτή του Ζίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud) στον 20ο- ώστε οι Χριστιανοί αρχίσαν να εγκαταλείπουν τις εμμονές για το προπατορικό αμάρτημα και να διασκεδάζουν με τις εικόνες του.
Ορισμένοι άρχισαν να θεωρούν ότι τα παιδιά δεν ήταν απλώς αθώοι άνθρωποι, αλλά θα μπορούσαν επίσης να διδάξουν πολλά στους ενήλικες για την αλήθεια και την ομορφιά. Ο Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens) ήρθε να το επαναλάβει: Αν αφήσετε το παιδί να πεθάνει μέσα σας, θα είστε στην πραγματικότητα νεκρός, όπως ο Σκρουτζ στο Πνεύμα των Χριστουγέννων.
Οι Βικτωριανοί
Μερικά παιδιά της βικτωριανής εποχής είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν το όνειρο μιας ρομαντικής παιδικής ηλικίας. Αλλά τα περισσότερα, οι συνθήκες της ζωής στην εκβιομηχανισμένη και αστικοποιημένη Βρετανία τα έκανε να φαίνονται ως "παιδιά χωρίς παιδική ηλικία", καταδικασμένα σε πολλές ώρες εργασίας και μακριά από τη φύση που οι ρομαντικοί τόσο εκτιμούσαν.
Οι Βικτωριανοί μεταρρυθμιστές, όπως ο Λόρδος Άσλευ (Ashley) ή ο δόκτωρ Μπαρνάρντο (Dr Barnardo), ανέλαβαν οι ίδιοι το έργο της επανεφεύρεσης της παιδικής ηλικίας για αυτά τα παιδιά. Τα παιδιά θα πρέπει να προστατεύονται από τον ενήλικο κόσμο της εργασίας και της ευθύνης. Θα πρέπει να εξαρτώνται από τους ενήλικες και ο χρόνος τους να μοιράζεται μεταξύ σπιτιού και σχολείου. Και, σε έναν ιδανικό κόσμο, θα έπρεπε να είναι ευτυχή, σε μια κατάσταση χαράς που θα πρέπει να συνδέεται οργανικά με την παιδική ηλικία.
Στο τέλος αυτής της περιόδου ο Πήτερ Παν (Peter Pan) δεν ήθελε ποτέ να μεγαλώσει. Η παιδική ηλικία εξιδανικευμένη παρομοιαζόταν με έναν κήπο, προστατευμένο από τείχη και φράχτες, όπου η φύση άνθιζε πλήρως. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν πολλοί οι γονείς που πετύχαιναν ή ακόμα και επιθυμούσαν αυτό το είδος της παιδικής ηλικίας για τα παιδιά τους.
Οι πλουσιότερες τάξεις παρέδωσαν τα παιδιά τους στη φροντίδα των γκουβερνάντων, και στη συνέχεια τα έστελναν εκτός σπιτιού, σε οικοτροφεία. Για τη μάζα της εργατικής τάξης, η φτώχεια σήμαινε ότι ένα παιδί έπρεπε να συνεισφέρει στο εισόδημα της οικογένειας, από την ηλικία που ήταν σε θέση να το κάνει και ο νόμος το επέτρεπε. Η υποχρεωτική εκπαίδευση, από τη δεκαετία του 1870, περιβλήθηκε με την ισχύ του νόμου.
Ο Αιώνας του Παιδιού
Με την έναρξή του ο 20ος αιώνας ανακηρύχτηκε «ο αιώνας του παιδιού». Αυτό σήμαινε και την αποδοχή του αξιώματος ότι το μέλλον κάθε έθνους εξαρτάται από τα παιδιά του. Αυτό είχε πολλές θετικές συνέπειες. Η υγεία των παιδιών άρχισε να λαμβάνεται σοβαρή υπόψη, όπως συνέβη και με την εκπαίδευσή τους. Έγιναν εκστρατείες για την ανακούφιση των παιδιών από τη φτώχεια. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν ο «Νόμος Οικογενειακών Επιδομάτων του 1946». Όμως, η στενή σύνδεση του μέλλοντος του έθνους με την αγωγή των παιδιών είχε και αμφιλεγόμενες πλευρές.
Υπήρχε ο φόβος ενός «εκφυλισμού της φυλής» και της ανάσχεσής της, αποθαρρύνοντας ακατάλληλους γονείς από την αναπαραγωγή. Η επιστήμη φαινόταν να κρατά το κλειδί για το μέλλον και αν, όπως ο εξέχων παιδοψυχολόγος Κιρίλ Μπαρτ (Cyril Burt) ισχυρίστηκε, «η εποπτεία της ανάπτυξης των ανθρώπων είναι μια επιστημονική δουλειά, όπως η καλλιέργεια φυτών ή η εκπαίδευση ενός αγωνιστικού αλόγου», τότε πολλοί γονείς αποδεικνύονται ανεπαρκείς για το καθήκον αυτό. Στη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο συμπεριφορισμός κυριάρχησε ως τρόπος ανατροφής του παιδιού, δίνοντας έμφαση στην ανατροφή υπάκουων παιδιών.
Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου από τα μέσα του αιώνα έδωσε τη δυνατότητα στους γονείς να αρχίσουν να επενδύουν ελπίδες και πόρους στα παιδιά σε πρωτοφανή κλίμακα. Οι γονείς άρχισαν να στηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους, και, μέχρι το τέλος του αιώνα, αυτό γινόταν ακόμη και μέχρι την ηλικία των είκοσι –κάτι αδιανόητο στους προηγούμενους αιώνες.
Παράλληλα, από το 1970 και μετά, τα παιδιά άρχισαν να αποκτούν νέα δικαιώματα, σε σχέση με το κράτος και τις οικογένειές τους: το δικαίωμα να μην υφίστανται βία στο σχολείο, το δικαίωμα να τους ζητείται η γνώμη σε περίπτωση διαζυγίου των γονιών κτλ. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που οι υπέρμαχοι του «αιώνα του παιδιού» είχαν οραματιστεί στην αρχή του. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν ότι η ίδια η παιδική ηλικία είχε με πολλούς τρόπους παραταθεί, αλλά ταυτόχρονα τα παιδιά είχαν κερδίσει μια υψηλότερη θέση τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και στην κοινωνία γενικότερα.